Ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί πολλές φορές τους γονείς είναι το πώς θα μπορέσουν να προστατεύσουν αλλά και να αντιληφθούν εάν το παιδί τους έχει πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης. Το ερώτημα αυτό είναι πολύ βασικό και αυτό διότι η παρενόχληση και ακόμα περισσότερο η κακοποίηση ενός παιδιού ενδεχομένως να αποτελέσει έναν παράγοντα κινδύνου για τη μετέπειτα εξέλιξη του, σε επίπεδο ενδοπροσωπικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό ή εργασιακό. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιοποιηθεί τέτοιου είδους περιστατικά ακολουθώντας την δικαστική οδό. Επιπλέον, στο σχολικό περιβάλλον συχνά παρατηρούνται ‘αθώα’, σε πρώτο επίπεδο, πειράγματα γύρω από την σεξουαλικότητα καθώς και προσωπικά αγγίγματα σε ένα παιδί, όπου όμως εάν μελετηθούν βαθύτερα δεν φαίνεται να είναι καθόλου αθώα περιστατικά, αλλά αντιθέτως άκρως σοβαρά, όπου θα χρειαστεί η παρέμβαση της οικογένειας και του σχολείου. Καλό θα ήταν λοιπόν να είμαστε παραπάνω παρατηρητικοί ως προς την συμπεριφορά και τα λεγόμενα του ίδιου μας του παιδιού.
Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα που έχουν υποστεί κάποιο είδος κακοποίησης δυσκολεύονται να διαμορφώσουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους, καθώς το βαθιά ριζωμένο αίσθημα της υποτίμησης που προκύπτει από την κακοποίηση είτε έμμεσα, μέσω των κακοποιητικών πράξεων και του αισθήματος που αυτές αφήνουν στο θύμα, είτε άμεσα, μέσω της αμιγώς συναισθηματικής κακοποίησης, οδηγούν το άτομο να φέρει για τον εαυτό του ένα χαμηλό αίσθημα ως προς την αυτοαξία, με αποτέλεσμα να νιώθει πολύ συχνά συναισθηματικό κενό και έντονες ματαιώσεις. Επακόλουθο αυτού είναι η χαμηλή αυτοπεποίθηση, το αίσθημα ανασφάλειας και η ελλιπής εμπιστοσύνη στα περιβάλλοντα που αλληλεπιδρά αποτρέποντας έτσι το παιδί από το να προσπαθήσει ώστε να αξιοποιήσει το δυναμικό του και να ανακαλύψει τις κλίσεις και τις δυνατότητες του, να διαμορφώσει υγιείς διαπροσωπικές και ερωτικές σχέσεις και να εξελιχθεί κοινωνικά.
Η κακοποίηση όμως δεν έχει μόνο μία μορφή. Μπορεί να εκδηλωθεί με άμεσους ή έμμεσους τρόπους. Η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία, ενώ η παραμέληση και η συναισθηματική κακοποίηση στην δεύτερη. Ωστόσο, οι μορφές αυτές κακοποίησης συνήθως δεν εμφανίζονται ξεχωριστά, αλλά συνδυαστικά μεταξύ τους. Η σωματική κακοποίηση συνοδεύεται και από τη συναισθηματική, ενώ η σεξουαλική κυρίως από την παραμέληση. Με όποιον τρόπο όμως και αν συμβαίνει η παιδική κακοποίηση, το κοινό χαρακτηριστικό είναι το σημαντικό πλήγμα που αυτή αφήνει στο συναισθηματικό κόσμο του παιδιού.
Οι συναισθηματικές επιπτώσεις ενός περιστατικού κακοποίησης φανερώνουν την σημαντικότητα και σοβαρότητα στην παρατήρηση έκδηλων ανησυχητικών συμπεριφορών και στην άμεση διαχείριση ενός τόσο σημαντικού περιστατικού. Ωστόσο, θα είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι η κακοποίηση δεν προκύπτει μόνο από άτομα έξω από την οικογένεια, αλλά όπως έχει φανεί αρκετές φορές προκύπτει και από τα ίδια τα μέλη της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει παρατηρηθεί πως το άτομο που ενδέχεται να κακοποιήσει ένα παιδί προέρχεται από το στενό συγγενικό περιβάλλον ή πρόκειται για κάποιο άτομο που έχει επαγγελματικό κύρος και συχνά αναλαμβάνει την έννοια θετικού προτύπου για το παιδί. Κατά συνέπεια, ένας γονέας θα είναι απαραίτητο παρατηρώντας κάποια ιδιαίτερα «σημάδια» στη συμπεριφορά και στην καθημερινή λειτουργία του παιδιού του να προχωρήσει σε περεταίρω διερεύνηση τους, ώστε να αντιληφθεί τι μπορεί να συμβαίνει και να παρέμβει.
Η οικογένεια είναι πολύ σημαντικό πέρα από την παρατήρηση του παιδιού ως προς την εκδήλωση κάποιας ανησυχητικής συμπεριφοράς, να είναι σε θέση να έχει από νωρίς μια πιο κοντινή συναισθηματική σχέση με το παιδί, έτσι ώστε το ίδιο το παιδί να νιώθει πως ο γονέας του μπορεί να το κατανοήσει και να το συναισθανθεί χωρίς να υπάρχει η κριτική ματιά. Επιπλέον, χρειάζεται από νωρίς να το έχει ενημερώσει ως προς την προφύλαξη και προστασία των ιδιωτικών μερών του σώματος και πώς το παιδί μπορεί να διαχειριστεί και να προστατεύσει τον εαυτό του όταν αντιληφθεί πως κάποιος προσπαθεί να παρέμβει στην ιδιωτικότητα του σώματός του. Με λίγα λόγια, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση χρειάζεται να γίνεται από νωρίς χωρίς ενδοιασμούς από την γονεϊκή πλευρά. Η διαπαιδαγώγηση του παιδιού από νωρίς καθώς και το χτίσιμο μιας καλής συναισθηματικής επαφής με τον γονέα μπορεί να αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες προς την διαφύλαξη της σωματικής του ακεραιότητας. Επιπλέον, οι γονείς χρειάζεται όσο το παιδί μεγαλώνει να θέτουν ξεκάθαρα όρια ως προς την προστασία της ιδιωτικότητας του σώματος ακόμα και μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Τα συμπτώματα λοιπόν αυτά που θα κάνουν έναν γονέα, ή έναν ενήλικο γενικότερα να αντιληφθεί ότι κάτι επιλήψιμο μπορεί να συμβαίνει στο παιδί του, συνήθως διαφέρουν βάσει του σταδίου ανάπτυξης που βρίσκεται το παιδί, καθώς επίσης και βάσει της μορφής της κακοποίησης.
Σε γενικές γραμμές τα συμπτώματα που ενδεχομένως να καταδεικνύουν κάποιας μορφής κακοποίηση είναι:
● Η απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού και ίσως η μείωση των σχολικών του επιδόσεων.
● Όταν το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες στη μάθηση (στις επιδόσεις, σε μικρότερες ηλικίες στην εκφορά του λόγου, στη συμμετοχή του στη διαδικασία μάθησης) οι οποίες δε μπορούν να αποδοθούν ξεκάθαρα σε κάποιον οργανικό ή ψυχολογικό παράγοντα.
● Όταν το παιδί βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση σαν να πρόκειται κάτι κακό να συμβεί.
● Όταν παρουσιάζει ιδιαίτερα υποτακτική και συμμορφωτική συμπεριφορά.
● Όταν αναζητά αφορμές ώστε να απουσιάζει αρκετές ώρες από το σπίτι του.
Στην περίπτωση της σωματικής κακοποίησης τα κύρια «σημάδια» είναι:
● Οι συχνοί και ανεξήγητοι τραυματισμοί, δαγκώματα, μώλωπες, μαυρισμένα μάτια ή σπασίματα στα κόκαλα του σώματος του παιδιού (πολλές φορές οι τραυματισμοί φαίνεται να έχουν ένα συγκεκριμένο μοτίβο, όπως σημάδια από χέρι ή ζώνη).
● Όταν οι κακώσεις δεν αιτιολογούνται επαρκώς από το παιδί ή από τους γονείς ή πέφτουν σε αντιφατικές εξηγήσεις.
● Ο τρόμος στη θέαση ενός ατόμου και η πάση θυσία αποφυγή του.
● Όταν φοράει ακατάλληλο ρουχισμό για να καλύψει τους τραυματισμούς, όπως η μακρυμάνικη μπλούζα το καλοκαίρι.
● Η αναφορά του ίδιου του παιδιού για τραυματισμό από ένα συγκεκριμένο άτομο.
Στην περίπτωση της παραμέλησης:
● Όταν το παιδί απουσιάζει συχνά από το σχολείο
● Όταν το παιδί επαιτεί ή προσφεύγει σε κλοπή χρημάτων από συμμαθητές του ώστε να αγοράσει κάτι αναγκαίο.
● Όταν δεν παρέχεται επαρκής σίτιση, στέγαση ή ένδυση.
● Όταν δεν του παρέχεται η δέουσα ιατρική φροντίδα και περίθαλψη.
● Όταν είναι συχνά βρώμικο και ίσως μυρίζει.
● Όταν δεν φοράει κατάλληλο για την εποχή ρουχισμό.
● Όταν καταναλώνει αλκοόλ ή κάνει χρήση ναρκωτικών (για τους έφηβους κυρίως).
● Όταν αναφέρει το ίδιο ότι δεν υπάρχει κάποιος στο σπίτι για να το φροντίσει.
Στην περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης τα «επικίνδυνα» σημάδια είναι:
● Όταν το παιδί δυσκολεύεται να περπατήσει ή να κάτσει.
● Ο επίμονος αυνανισμός και συχνά σε ακατάλληλο περιβάλλον.
● Προκλητική συμπεριφορά απέναντι σε ενήλικες και ανάρμοστα φιλιά.
● Αποφεύγει να συμμετέχει σε αθλητικές δραστηριότητες.
● Παρουσιάζει ιδιαίτερη συμπεριφορά, είναι αρκετά σκεπτικό και επιδεικνύει ασυνήθιστες για την ηλικία του γνώσεις και συμπεριφορές γύρω από το σεξ.
● Ενδεχόμενη εγκυμοσύνη ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ιδίως σε ηλικία μικρότερη των 14 ετών.
● Η αναφορά από το ίδιο το παιδί σε σεξουαλική κακοποίηση από κάποιο γονέα ή άτομο φροντίδας.
Τέλος, αναφορικά με τη συναισθηματική κακοποίηση, συνήθως τα παιδιά παρουσιάζουν τα παρακάτω συμπτώματα:
● Επιδεικνύουν ακραίες συμπεριφορές όπως ιδιαίτερα συγκαταβατική ή ιδιαίτερα απαιτητική συμπεριφορά, ιδιαίτερα παθητική ή επιθετική συμπεριφορά.
● Κάποιες φορές αναλαμβάνουν ρόλο γονέα για άλλα παιδιά ή παρουσιάζουν ιδιαίτερα παιδαριώδη συμπεριφορά ή παλινδρομούν σε συμπεριφορές που παρουσίαζαν σε νεότερη ηλικία (πιπίλισμα του αντίχειρα, αδυναμία ελέγχου των σφιγκτήρων).
● Έχουν αποσυρθεί υπερβολικά, είναι φοβισμένα ή έχουν άγχος μήπως κάνουν κάτι λάθος.
● Για τις μεγαλύτερες ηλικίες παιδιών, όταν παρουσιάζουν διαταραχές στη συμπεριφορά όπως κλοπή, φυγή, καταστροφική συμπεριφορά (βανδαλισμός, φωτιές, κακοποίηση ζώων)
● Παρουσιάζουν καθυστερημένη σωματική ή συναισθηματική ανάπτυξη.
● Έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν (κυρίως στην εφηβεία).
● Αναφέρουν ύπαρξη συναισθηματικής απόστασης με κάποιον από τους γονείς.
Πως οι γονείς μπορεί να βοηθήσουν το παιδί ώστε να αποφευχθεί σεξουαλική παρενόχληση;
Οι γονείς χρειάζεται να εξηγήσουν στα παιδιά τους ποια είναι τα σημεία του σώματος που δεν πρέπει να τα αγγίζουν οι άλλοι, πώς πρέπει να αντιδράσουν το παιδιά και που να στραφούν για βοήθεια. Αυτό που εξηγούμε είναι ότι κανείς δεν μπορεί να αγγίξει ή να χαϊδέψει το παιδί στα σημεία του σώματός του που συνήθως καλύπτονται από τα εσώρουχά τους. Επιπλέον, εξηγούμε στα παιδιά ότι το σώμα τους τούς ανήκει, ότι υπάρχουν καλά και κακά μυστικά και ότι υπάρχει καλό αλλά και κακό χάδι ή άγγιγμα. Ο ειλικρινής και άμεσος διάλογος ήδη από μικρή ηλικία για τη σεξουαλικότητα και τα απόκρυφα σημεία του σώματος, με σωστή χρήση των όρων που αφορούν τα γεννητικά όργανα και άλλα σημεία του σώματός τους, θα βοηθήσουν τα παιδιά να αντιληφθούν τι δεν επιτρέπεται. Τα παιδιά διατηρούν το δικαίωμα να αρνηθούν φιλί ή χάδι ακόμη και από άτομο το οποίο αγαπούν. Πρέπει να μάθουν να λένε «Όχι» με άμεσο και αποφασιστικό τρόπο σε περίπτωση ανάρμοστης σωματικής επαφής, όπως και τρόπους να αποφεύγουν καταστάσεις που απειλούν την ασφάλειά τους και να ενημερώνουν έναν ενήλικα τον οποίον εμπιστεύονται. Πείτε τους ότι δεν είναι σωστό να κοιτάζει ή να αγγίζει κανείς τα απόκρυφα σημεία του σώματός τους, ούτε είναι σωστό να τους ζητάει κάποιος να δουν ή να αγγίξουν αυτά τα σημεία στο σώμα κάποιου άλλου. Η μυστικότητα είναι η τακτική που εφαρμόζουν συνήθως όσοι διαπράττουν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης. Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να μάθουμε στα παιδιά τη διαφορά μεταξύ καλών μυστικών και κακών μυστικών, αλλά και να καλλιεργήσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Οποιοδήποτε μυστικό τους προκαλεί άγχος, αμηχανία, φόβο ή στενοχώρια δεν θεωρείται καλό και επομένως δεν θα πρέπει να το αποκρύπτουν. Αντιθέτως, θα πρέπει να το πουν σε κάποιον ενήλικα που εμπιστεύονται (γονέα, δάσκαλο, αστυνομικό, γιατρό).
Οι ενήλικες θα πρέπει να αποφεύγουν να καλλιεργούν ταμπού γύρω από τη σεξουαλικότητα αλλά και να φροντίζουν ώστε τα παιδιά τους να γνωρίζουν σε ποιον να απευθυνθούν για να μιλήσουν σε περίπτωση που ανησυχούν, στενοχωριούνται ή θλίβονται. Το παιδιά δεν αποκλείεται να διαισθανθούν ότι κάτι δεν πάει καλά, οπότε οι μεγάλοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί και να αφουγκράζονται τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των παιδιών. Ίσως υπάρχει λόγος που ένα παιδί αρνείται την επαφή με κάποιον άλλο ενήλικα ή παιδί. Θα πρέπει να το σεβαστούν. Στο σπίτι επομένως θα πρέπει να ισχύει ο κανόνας ότι το παιδί οφείλει να ενημερώνει τους γονείς του σε κάθε περίπτωση που κάποιος του προσφέρει δώρα, του ζητάει να κρατήσει ένα μυστικό ή προσπαθεί να βρεθεί μόνος μαζί του.
Σε μερικές περιπτώσεις ο δράστης μπορεί να είναι ένας άγνωστος. Διδάξτε στο παιδί σας κάποιους απλούς κανόνες για την επαφή με αγνώστους, όπως λ.χ. να μην επιβιβάζονται ποτέ σε αυτοκίνητο ατόμου το οποίο δε γνωρίζουν, ούτε να δέχονται δώρα ή προσκλήσεις από αγνώστους. Βοήθεια Τα παιδιά θα πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχουν ειδικοί οι οποίοι μπορούν να το βοηθήσουν (δάσκαλοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ο συνήγορος του πολίτη, γιατροί, ο ψυχολόγος στο σχολείο, η αστυνομία), αλλά και τηλεφωνικές γραμμές τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να ζητήσουν συμβουλές και βοήθεια. Επιπλέον, συνήθως η προσέλκυση ενός παιδιού γίνεται με βάση κάποιο μεταβατικό αντικείμενο που μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον και την προσοχή του παιδιού. Το παιδί χρειάζεται να γνωρίζει και να μπορεί να διαχωρίσει ότι ακόμα και όταν το αντικείμενο είναι προσελκύσιμο, του το προσφέρει ένας άγνωστος, όπου δεν θα πρέπει να ενδώσει. Το πιο βασικό βέβαια είναι να μάθει από νωρίς το παιδί να εμπιστεύεται το δυσάρεστο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει σε κάποια περίεργη συμπεριφορά του άλλου και φυσικά να μπορεί να το επικοινωνήσει στον γονέα του ή σε κάποιο έμπιστο για εκείνο άτομο.
Ένα πολύ χρήσιμο βίντεο βοήθειας προς τα παιδιά είναι ο παρακάτω σύνδεσμος.
https://m.youtube.com/watch?time_continue=11&v=pw209gh7Ivg
Κλείνοντας, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι οι παραπάνω ενδείξεις δεν πιστοποιούν από μόνες τους καμία μορφή κακοποίησης. Αποτελούν όμως μία μορφή «συναγερμού» και είναι βοηθητικές ώστε να αντιληφθεί κανείς τι μπορεί να συμβαίνει στη ζωή ενός παιδιού.