Η τιμωρία και ο αυταρχισμός προάγει τη βία. Κι αν η σωματική κακοποίηση στιγματίζει την παιδική προσωπικότητα, η άλλη μορφή κακοποίησης, η σεξουαλική, τραυματίζει ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό του παιδιού, αφήνοντας ένα τραύμα που επουλώνεται πολύ δύσκολα και μόνο με την βοήθεια εξειδικευμένου ειδικού στα πλαίσια της ατομικής ψυχοθεταπείας.
Συνήθως συμβαίνει από τον πατέρα ή άλλα κοντινά πρόσωπα της οικογένειας, χωρίς απαραίτητα να προϋπάρχει σωματική κακοποίηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα παιδί κακοποιείται από άτομο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος (γονείς, συγγενείς) ή από κάποιο άτομο που έχει στενή επαφή με το παιδί και το παιδί αισθάνεται εμπιστοσύνη για τον ενήλικα, όπως για παράδειγμα ο δάσκαλος σχολείου ή εξωσχολικής δραστηριότητας. Οι περισσότεροι κακοποιητές είναι άντρες υπεράνω υποψίας. Μελέτες υποστηρίζουν ότι η σωματική κακοποίηση της μητέρας σχετίζεται με τη σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Πατέρες που έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά τις κόρες τους δηλώνουν πως το μόνο κίνητρο για την πράξη τους ήταν η εκδίκηση της συζύγου τους.
Η σεξουαλική κακοποίηση από τον γονέα προκαλεί σοβαρότατες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του παιδιού γιατί:
- τραυματίζει τη σεξουαλικότητά του, καθώς δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις και υποθέσεις για τη σεξουαλική πράξη και συμπεριφορά γενικά.
- Προδίδει την εμπιστοσύνη του για το ότι δικά του πρόσωπα νοιάζονται για αυτό, με έναν λανθασμένο τρόπο φροντίδας και αγάπης, και μπορούν να το προστατέψουν από κινδύνους.
- Το στιγματίζει γιατί το εξοστρακίζει, το κάνει να ντρέπεται και καταστρέφει τη θετική εικόνα του εαυτού του.
- Το αποδυναμώνει, το κάνει να φοβάται και να νιώθει ματαίωση για την ικανότητά του να ξεφύγει ή να σταματήσει την κακοποίησή του, ή να ζητήσει βοήθεια από τους άλλους.
Τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα ενός σεξουαλικά κακοποιημένου παιδιού είναι: Η σεξιστική συμπεριφορά και το σύνδρομο του μετατραυματικού στρες. Κάθε φορά που το παιδί έρχεται σε επαφή με τον κακοποιησης ή με μία κατάσταση που ακόμα και ασυνείδητα θυμίζει την κακοποίηση, αναβιώνει το τραύμα του.
Το παιδί παίζει σεξιστικά με τις κούκλες του και τα παιχνίδια του, έχει προκλητική συμπεριφορά τόσο προς τους ενήλικες όσο και προς τους συνομηλίκους του και ακατάλληλη για την ηλικία του σεξουαλική γνώση. Παιδιά που είναι σεξουαλικά επιθετικά και αναπτύσσουν έντονη σεξουαλική συμπεριφορά μεγαλώνουν συνήθως σε οικογένειες που τουλάχιστον ο ένας γονέας κάνει χρήση ουσιών και έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά. Τα ίδια έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον γονέα, ενώ παιδιά ηλικίας κάτω των έξι ετών θεωρούν τη σεξουαλικά επιθετική συμπεριφορά τους ως μια φυσιολογική συμπεριφορά. Πολλά παιδιά παρουσιάζουν νυκτερινή ενούρηση και εγκόπριση, ως αποτέλεσμα της κακοποίησής τους, καθώς και συχνούς νυχτερινούς τρόμους.
Το μετατραυματικό στρες είναι μια διαταραχή που προκαλείται ύστερα από μια πολύ τραυματική εμπειρία που έζησε κανείς. Στην περίπτωσή μας, η σεξουαλική κακοποίηση προκαλεί αναμφισβήτητα αυτή τη διαταραχή. Το μετατραυματικό στρες είναι μια ψυχολογική κατάσταση που μπορεί να παρουσιαστεί σε κάθε άτομο που είχε άμεση εμπειρία ή ήταν μάρτυρας σε καταστάσεις που είτε απείλησαν τη δική του ζωή, ή τη ζωή κάποιου άλλου, ή το τραυμάτισαν ψυχολογικά. Ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση ανήκουν στις καταστάσεις αυτές. Τα σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά που υποφέρουν από το μετατραυματικό στρες, συχνά ξαναζούν την τραυματική εμπειρία και έχουν φλας μπακ από το γεγονός, έχουν άγχος, απόσυρση, φοβίες, νυκτερινούς εφιάλτες, παλινδρόμηση, αναβίωση του ψυχοτραυματικού γεγονότος στο παιχνίδι, επιθετικότητα και υπερκινητικότητα.
Πιο αναλυτικά:
Συναισθηματικές αντιδράσεις: παροδικά συναισθήματα σοκ, φόβου, θυμού, ενοχής, ντροπής, αδυναμίας, έλλειψης ελπίδας, συναισθηματικού μουδιάσματος, συναισθηματική αποδιοργάνωση, κρίσεις συναισθήματος (έντονα κλάματα) και συμπεριφοράς (αυτοεπιθετικές συμπεριφορές, αυτοτιμωρίες).
Διανοητικές αντιδράσεις: αυτοκατηγορία, ανησυχία, δυσκολία προσοχής και συγκέντρωσης, απώλεια μνήμης, ή ανεπιθύμητες αναμνήσεις.
Φυσικές αντιδράσεις: σωματική ένταση, κούραση, δυσκολία στον ύπνο, σωματικός πόνος, ταχυκαρδία, τάση για εμετό, αντίδραση φόβου στο παραμικρό, έντονη κινητικότητα.
Σοβαρός βαθμός άγχους: παράλυση από το φόβο, καταναγκαστικές ιδέες και εμμονές. Σοβαρός βαθμός κατάθλιψης: παντελής έλλειψη ελπίδας, χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η διαταραχή του μετατραυματικού στρες διαρκεί από μερικές μέρες μέχρι και λίγες εβδομάδες, όμως πολλά άτομα μπορεί να αναπτύξουν ένα χρόνιο είδος διαταραχής που θα τους ταλαιπωρεί στη διάρκεια της ζωής τους. Τα σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά, έχοντας βιώσει το φόβο και το απρόβλεπτο στη ζωή τους έχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξουν χρόνια διαταραχή. Αν μάλιστα το περιβάλλον στο οποίο ζουν, τους προκαλεί το αίσθημα της ντροπής, της ενοχής και του μίσους ως προς τον εαυτό τους, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα το κουβαλούν ως τραύμα για την υπόλοιπη ζωή τους. Γυναίκες που έχουν υποστεί πολλαπλή σεξουαλική κακοποίηση και βιασμό στην παιδική τους ηλικία παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα ψυχοπαθολογίας και διαταραχή του μετατραυματικού στρες.
Στην εφηβεία, τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια, αναπτύσσεται κατάθλιψη, απόσυρση και παραπτωματικότητα, γίνεται χρήση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, προκειμένου οι έφηβοι να αποδράσουν από το πρόβλημα και να αντιμετωπίσουν τα επώδυνα συναισθήματά τους, συχνά προκαλούνται αυτοτραυματισμοί και δεν είναι λίγες οι φορές που κακοποιημένα παιδιά αποπειρώνται ακόμη και να αυτοκτονήσουν.
Σε μια έρευνα που διεξήχθη το 1997 στο Παν/μιο του Texas για τη σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, όπου σκοπός της έρευνας ήταν να περιγράψει τα συναισθήματα, την δυσλειτουργική οικογένεια και την επικίνδυνη συμπεριφορά των εφήβων που είχαν ανεπιθύμητες σεξουαλικές εμπειρίες (οποιοδήποτε είδος σεξουαλικού αγγίγματος το οποίο ήταν κακό, βίαιο και έκανε το θύμα να νιώσει άβολα) με έναν ή περισσότερους δράστες, βρέθηκε ότι τα θύματα αντιδρούσαν με αυτοκατηγορία και καθυστερούσαν να αποκαλύψουν το γεγονός γιατί ένιωθαν ντροπή. Παιδιά και έφηβοι που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχληση με έναν ή περισσότερους δράστες, δυσκολεύονταν να το ξεπεράσουν ψυχολογικά εξαιτίας της έντονης ντροπής τους και της αυτομομφής για το γεγονός. Δεν είναι καθόλου σπάνιο τα παιδιά αυτά να θυματοποιούνται ξανά και ξανά από πολλούς δράστες.
Το σεξουαλικά κακοποιημένο παιδί διατρέχει τον κίνδυνο να κακοποιήσει ή και να βιάσει ως έφηβος ή νεαρός ενήλικας άλλα παιδιά, καθώς έχει αναπτύξει σοβαρή ψυχοπαθολογική συμπεριφορά από τη δική του κακοποίηση. Παράγοντες επικινδυνότητας για μετέπειτα κακοποίηση συνήθως εστιάζονται στη μητρική αποστέρηση, στην απουσία επίβλεψης και στην σεξουαλική κακοποίηση. Τα θύματα-δράστες έχουν παρακολουθήσει στα παιδικά τους χρόνια ενδοοικογενειακή βία. Γυναίκες που ως παιδιά είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά και μάλιστα είχαν υποστεί σεξουαλική πράξη, ξεκινούν τις σεξουαλικές σχέσεις από πολύ νωρίς, αντιμετωπίζουν εγκυμοσύνη στην εφηβεία, αλλάζουν συχνά σεξουαλικούς συντρόφους, δεν παίρνουν μέτρα προφύλαξης από πιθανές ασθένειες, και συχνά έχουν μια τουλάχιστον εμπειρία βιασμού στη ζωή τους. Αυτό συμβαίνει προφανώς επειδή το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν ήταν κοινωνικά μειονεκτικό, δεν υπήρχε σταθερότητα μέσα στην οικογένεια, οι σχέσεις γονέων παιδιού ήταν διαταραγμένες ή και ανύπαρκτες, ενώ οι γονείς είχαν προβλήματα προσαρμογής.
Κάποια σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά φαίνεται αρχικά να μην παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα, ίσως γιατί τα μικρά παιδιά καταφέρνουν να καταπιέζουν τα συμπτώματά τους, ή επειδή, λόγω της ηλικίας τους, δεν έχουν καταφέρει να επεξεργαστούν γνωστικά αυτό που τους έχει συμβεί, σε αντίθεση με τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Κάποια στιγμή όμως αναμένεται να εκδηλώσουν πολύ σοβαρά συμπτώματα. Τα παιδιά που κακοποιούνται σεξουαλικά, όταν έρχονται σε επαφή με τον κακοποιητή, φαίνεται να έχουν καλή επαφή και επικοινωνία, καθώς η σεξουαλική κακοποίηση προβάλλεται ως ένδειξη δεδομένης αγάπης και φροντιστικότητας, οπότε το παιδί αισθάνεται ότι με αυτόν τον τρόπο ο γονέας ή ο φροντιστής αγαπάει. Σε άλλες περιπτώσεις το παιδί βιώνει την απειλή του κακοποιητή πως αν μιλήσει σε κάποιον για αυτό που γίνεται θα υπάρχει κάποια αρνητική συνέπεια στο ίδιο, στην σχέση με τον θύτη ή στην οικογένειά του. Πολλές φορές, η σεξουαλική κακοποίηση υπάγεται στα πλαίσια ενός ειδικού μυστικού που πλαισιώνει μόνο το θύμα και τον θύτη.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως συνηθώς οι περισσότερες σεξουαλικές κακοποιήσεις δεν περιλαμβάνουν διείσδυση, για ευνόητους λόγους, ώστε να μην μπορεί να αποδειχθεί η κακοποίηση μέσω ιατροδικαστικών εξετάσεων.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το παιδί αργεί να μιλήσει για αυτό που του συμβαίνει, ενώ πολλές φορές το παιδί μπαίνει στην διαδικασία να αναρωτηθεί στον γονέα του για κάτι σχετικό με το σώμα ή ξεκινά να έχει κάποια ασυνήθιστη σεξουαλική ενασχόληση ή συμπεριφορά εκτός των φυσιολογικών ορίων.
Ο προβληματισμός του γονέα δεν θα πρέπει να παραμείνει προβληματισμός, αφού όπως αναφέρθηκε, ποτέ δεν θα πήγαινε το μυαλό μας ότι ο θύτης μπορεί να είναι κάποιο αγαπημένο πρόσωπο του παιδιού ή του ίδιου του γονέα. Ο προβληματισμός οφείλει να γίνει αναζήτηση, έρευνα και εξέταση, αλλιώς ο γονέας που σιωπά θεωρείται και ο ίδιος θύτης. Ο αγώνας της έρευνας είναι επίπονος ψυχικά και συναντά κανείς πολλά εμπόδια, με τους σωστούς όμως ειδικούς όλα μπορούν να ξεπεραστούν. Ο γονέας δεν μάχεται μόνος του, μπορεί να έχει δίπλα του την οικογένεια του, έναν έμπιστο νομικό καθώς και έναν εξειδικευμένο ψυχολόγο που σε κάθε περίπτωση θα εξετάσει το είδος της κακοποίησης μέσω των ειδικών γνώσεων και εργαλείων, και εάν αποδειχθεί η κακοποίηση, είναι ο ειδικός που θα προστατέψει το παιδί ψυχικά και θα επουλώσει το τραύμα στα πλαίσια της ατομικής ψυχοθεραπείας του παιδιού.