Η περίοδος της κρίσης της πανδημίας και η συνέχεια αυτής έχουν αλλάξει δραστικά την καθημερινής ζωή των παιδιών και των εφήβων. Σύμφωνα και με πρόσφατη μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ, εξετάζονται οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης στα παιδιά. Χωρίς επαφή με φίλους, χωρίς κανονική σχολική ζωή, με τον φόβο πιθανής μόλυνσης των παππούδων και διαφόρων καταπιεστικών καταστάσεων στο ίδιο το σπίτι, η κρίση του κορονοϊού επηρέασε βαθιά τη ζωή παιδιών και εφήβων.
Επιβαρυντική ήταν λιγότερο η πραγματική απειλή του ιού, αλλά μάλλον οι δευτερεύουσες συνέπειες, καθώς ο μακρύτερος αποκλεισμός από τη συνήθη καθημερινή ζωή τους βλάπτει τα παιδιά και τους εφήβους στη γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική τους ανάπτυξη.
Τίθενται ερωτήματα, όπως με ποιο τρόπο επηρέασε τα παιδιά η ανατροπή της ρουτίνας τους, η απουσία του σχολείου, η έλλειψη της συχνής επαφής με φίλους, η απομάκρυνση από τον παππού και τη γιαγιά; «Μεγάλος αριθμός ερευνών έχει αναδείξει τη σπουδαιότητα της ύπαρξης ρουτίνας για την υγιή συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού». Η έλλειψη ενός σταθερού προγράμματος στην καθημερινότητα των παιδιών οδηγεί στην απορρύθμιση της ψυχολογικής τους ομοιόστασης, δημιουργώντας πολλές φορές συναισθήματα ασφάλειας και αστάθειας. Πιο συγκεκριμένα, η απουσία σχολείου και εξωσχολικών δραστηριοτήτων είχε ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να καταφύγουν στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, τάμπλετ και βιντεοπαιχνιδιών προκειμένου να απασχοληθούν, δημιουργώντας υπόβαθρο για ενδεχόμενο μελλοντικό εθισμό στα παιχνίδια και στο Διαδίκτυο. Η εξ αποστάσεως μάθηση μέσω της τεχνολογίας μπαίνει σε μια άλλη μορφή εκπαίδευσης που μπορεί να βοηθά μεν αλλά στο τέλος χάνεται η ομαδικότητα και η κοινωνική αλληλεπίδραση των παιδιών. Η ενέργεια του νέου, πού θα διοχετεύεται πλέον όταν δεν θα έχει την ομορφιά της εκτόνωσης μέσα από το παιχνίδι και την κοινωνικοποίηση. Το παιδί αποκτά την τάση να αυτο-απομονώνεται και να πάει στα ηλεκτρονικά του παιχνίδια όπου εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος της εικονικής πραγματικότητας (μίας πραγματικότητας με πολλά επιθετικά στοιχεία) καθώς και της κοινωνικής απομόνωσης και των δυσκολιών στο συναίσθημα της διάθεσης. Με αυτόν τον τρόπο, θα βρίσκει διεξόδους εκτόνωσης με λανθασμένες επιλογές κι αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στην οικογένεια και στην κοινωνία.
Το υπόβαθρο αυτό ενισχύεται και από την έλλειψη συχνής –φυσικής– επαφής με φίλους και συνομηλίκους, με αποτέλεσμα τα παιδιά να στερούνται το ελεύθερο συναίσθημα του μοιράσματος και κατά συνέπεια της ενσυναίσθησης. Τα παιδιά μπορεί να εξελιχθούν σε παιδιά περισσότερο καχύποπτα με τους άλλους, συναισθηματικά και κοινωνικά ασύνδετα, με ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες και ενίσχυση μίας εσωστρεφούς προσωπικότητας. Επιπλέον, ενδέχεται να μάθουν να εξελλίσσονται σε περισσότερο εγωκεντρικές προσωπικότητες με συναισθήματα αδιαφορίας για τον άλλο και έλλειψη ομαδικότητας. Διακατέχονται από συναισθήματα άγχους, φόβου, προσκόλλησης στον ενήλικα, με ψυχαναγκαστικές τάσεις και καλλιέργεια αρνητικών σκέψεων γύρω από την πιθανή μόλυνση, αρρώστια (μέσω της σωματικής επαφής και κοντινότητας με τον άλλο, επομένως η κοινωνική συναναστροφή/συνύπαρξη και συναισθηματική σύνδεση, γεννά ασυνείδητα άγχος), καθώς και διάχυτο άγχος θανάτου. Η σχολική τάξη, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τα μαθήματα αλλά και την αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών, συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα κοινωνικοποίησης των παιδιών. Ως εκ τούτου, η απουσία της “φυσικής” σχολικής τάξης ενδέχεται να δημιουργήσει συναισθήματα ανασφάλειας, ντροπής, δισταγμού και φόβου σε μελλοντική φυσική αλληλεπίδραση του παιδιού με τους συνομηλίκους του. Η απομάκρυνση από τον παππού και τη γιαγιά, την ίδια στιγμή που το παιδί πληροφορείται σε καθημερινή βάση από τα μέσα ενημέρωσης ότι οι ηλικιωμένοι είναι η βασική ομάδα κινδύνου της COVID-19, έχει ως συνέπεια το παιδί να βιώνει άγχος για την υγεία των συγκεκριμένων αγαπημένων του προσώπων.
Σύμφωνα με τις κλινικές παρατηρήσεις των ειδικών, τους τελευταίους μήνες πολλά παιδιά βίωσαν άγχος και αβεβαιότητα, είχαν αρνητικές σκέψεις και προβληματισμούς.
Μια πολύ γλαφυρή εικόνα των ψυχολογικών επιπτώσεων του lockdown σε παιδιά και εφήβους έδωσε πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε Ιταλία και Ισπανία με τη συμμετοχή γονέων παιδιών ηλικίας από 3 ώς 18 ετών (Orgilés, M., Morales, A., Delveccio, E., Mazzeschi, C., & Espada, J. (2020). Immediate psychological effects of the COVID-19 quarantine in youth from Italy and Spain). Διαπιστώθηκε ότι ένα συντριπτικό ποσοστό των γονέων (85,7%) εκλάμβανε αλλαγές στη συμπεριφορά των παιδιών τους κατά τη διάρκεια της καραντίνας, με συχνότερα συμπτώματα τη δυσκολία συγκέντρωσης (76,6%), τη νωχελικότητα (52%), την ευερεθιστότητα (39%), την ανησυχία (38,8%), τη νευρικότητα (38%), το συναίσθημα της μοναξιάς (31,3%), τη δυσφορία (30,4%) και την ανησυχία (30,1%).
Παρότι δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί έρευνες για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της καραντίνας λόγω της COVID-19 στην ψυχολογία των παιδιών, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην ψυχική υγεία σε βάθος χρόνου. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα, έχοντας υπόψη προηγούμενες έρευνες για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της επιδημίας του SARS-1, που ανέδειξαν ότι η καραντίνα αυξάνει κατά τέσσερις φορές τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD) σε γονείς και παιδιά που βρίσκονταν σε συνθήκες καραντίνας, σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν βιώσει τέτοιες συνθήκες.
Η διαχείριση της νέας πραγματικότητας και των συναισθημάτων που γεννά δεν είναι φυσικά εύκολη. Οι γονείς, ωστόσο, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανακούφιση και στήριξη των παιδιών τους. «Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να συνδεθούν με τα παιδιά τους για να μπορέσουν να αφουγκραστούν τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε πως είμαστε διαθέσιμοι για να αντιμετωπίσουμε μαζί αυτή τη νέα πραγματικότητα. Επίσης χρειάζεται να επιστρέψουμε σταδιακά στη ρουτίνα, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε παιδί αντιμετωπίζει διαφορετικά τις αλλαγές και θέλει τον δικό του χρόνο.
Πως το διαχειριζόμαστε;
1. Μην φοβάστε να μιλήσετε για τον ιό. Περισσότερη ζημιά κάνουμε εάν αφήνουμε τα παιδιά να βγάλουν νόημα στα τυφλά. Όσα λιγότερα λέμε, τόσο περισσότερο ανησυχούν. Οι γονείς οφείλουμε να γίνουμε το «φίλτρο» για τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τις ειδήσεις, το διαδίκτυο και τους φίλους. Είναι ευθύνη μας να δίνουμε σωστή, εμπεριστατωμένη γνώση/πληροφορία επι του θέματος. Μιλούμε με τρόπο που ανταποκρίνεται στην χρονολογική/αναπτυξιολογική ηλικία του παιδιού. Αλλιώς θα τα πούμε στο 5χρονο κι αλλιώς στο 15χρονο.
2. Μιλούμε αναλόγως και με ειλικρίνεια. Το πιο σημαντικό είναι να είναι να είμαστε διαθέσιμοι και με τα αυτιά ανοιχτά.
3. Αξιολογούμε τα σημεία. Φαίνεται το παιδί ανήσυχο; Δεν φεύγει από δίπλα μας; Δεν κοιμάται; Ρωτούμε ευθέως πως νιώθει και το προσκαλούμε σε διάλογο. Το τραπέζι της κουζίνας σε ώρα γεύματος είναι μια καλή ευκαιρία για να ανοίξουμε κουβέντα.
4. Συμμαζεύουμε το δικό μας άγχος. Εάν εμείς είμαστε πανικοβλημένοι ή αγχωμένοι, αφενός τα παιδιά το νιώθουν, αφετέρου δεν είμαστε ανοικτοί για κουβέντα. Ζητούμε βοήθεια εάν δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε μόνοι μας. Δεν μιλούμε μπροστά στα παιδιά, ασχέτως ηλικίας, για θέματα οικονομικής φύσης.
5. Είμαστε καθησυχαστικοί. Τα παιδιά, ειδικά τα πιο μικρά και μέχρι 12 ετών, είναι από την φύση τους εγωκεντρικά. ?ρα, οι ειδήσεις που ακούνε είναι αρκετές για να πειστούν ότι εμείς οι αγαπημένοι τους ή αυτά θα κολλήσουν/νοσήσουν/πεθάνουν. Εξηγούμε ότι καταλαβαίνουμε την ανησυχία αλλά ότι η πραγματικότητα για τους καθόλα υγιείς ανθρώπους είναι ότι το ρίσκο για κάτι σοβαρό είναι μικρό. Εάν το παιδί ή κάποιος δικός του ανήκει σε ευπαθή ομάδα, ζητούμε επιπλέον την βοήθεια ειδικών για κατευνασμό της ανησυχίας.
6. Εφιστούμε την προσοχή στις δράσεις μας για ασφάλεια. Εάν τα ανησυχεί η όψη ατόμων με μάσκες ή γάντια εξηγούμε ότι κάποιοι συνάνθρωποι χρειάζεται να είναι πιο προσεχτικοί.
7. Είναι πολύ σημαντικό να μην καλλιεργούμε στα παιδιά συναισθήματα άγχους και ανησυχίας, ενώ παράλληλα φροντίζουμε να είναι κοντά στους φίλους τους (μέσα από προσεκτικές συναντήσεις μικρής ομάδας φίλων, συζητήσεις για τους φίλους και τα συναισθήματά μας, μέσα από φωτογραφίες και βιντεοκλήσεις).
8. Εξηγούμε πάντα πως πρόκειται για μία παροδική συνθήκη και σύντομα θα είμαστε και πάλι κοντά στους φίλους μας.
9. Ρουτίνα, ρουτίνα και πάλι ρουτίνα. Όσο το δυνατό παραπάνω. Όταν έχουν ένα προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με σταθερές ώρες φαγητού, ύπνου, μπάνιου, μελέτης, και παιχνιδιού, δεν θα έχουν χρόνο να μπουν σε αρνητικές σκέψεις. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι σε διακοπές και το ξέρουν.
Εάν το παιδί εμφανίζει έντονα σημεία ψυχικής/συναισθηματικής δυσκολίας και τα πιο πάνω δεν έχουν βοηθήσει, θα ήταν φρόνιμο να ζητήσουμε βοήθεια από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας (Ψυχολόγο / Παιδοψυχίατρο). Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δείχνουν οι γονείς παιδιών και εφήβων που ήδη έχουν μια προυπάρχουσα δυσκολία, η οποία δυνητικά τα κάνει ακόμη πιο ευάλωτα. Το πως διαχειριζόμαστε αυτή την κρίση ως ενήλικες και πως ανταποκρινόμαστε σε αυτή, θα επηρεάσει οπωσδήποτε με κάποιον τρόπο, πως τα παιδιά μας θα μάθουν να αντιδρούν απέναντι σε τραυματικά γεγονότα τώρα αλλά και γενικότερα.
Για αυτό έχει σημασία η δική σας ψυχραιμία.
1. Τα παιδιά τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα όταν περιβάλλονται από στοργικούς, διακριτικούς, γεμάτους ενδιαφέρον, σεβασμό και αγάπη ενήλικες, που μπορούν να πειθαρχήσουν οι ίδιοι το άγχος τους και τις αντιδράσεις τους και να εκφραστούν με ένα συγκροτημένο τρόπο.
2. Φροντίστε να διατηρήσετε κατά το δυνατό την προηγούμενη κανονικότητα της ζωής της οικογένειας σε ό,τι είναι επιτρεπτό: Σε περίπτωση κλεισίματος των σχολείων, μην τα καθοδηγείτε να περνούν τις μέρες τους σαν να πρόκειται για διακοπές – γιατί δεν είναι διακοπές. Είναι αναγκαίο να εξακολουθήσουν να διαβάζουν κατά την παραμονή τους στο σπίτι και να φροντίζουν τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις τους μαζί με τα χόμπυ τους.
3. Υπενθυμίστε τους ότι είστε εκεί για να τους παρέχετε ασφάλεια, και όποια υποστήριξη έχουν ανάγκη. Δίνετέ τους συχνά, μια ζεστή σφιχτή αγκαλιά κι ένα φιλί.
4. Κρατήστε το σπίτι ως ένα ασφαλές μέρος. Τα παιδιά, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, συχνά έχουν ανάγκη και βρίσκουν στο σπίτι τους ένα ασφαλές καταφύγιο όταν ο κόσμος γύρω τους γίνεται συντριπτικός. Σε περιόδους κρίσης, είναι σημαντικό να θυμάστε ότι τα παιδιά σας αναζητούν την ασφαλή αίσθηση ότι βρίσκονται εκεί προστατευμένα. Βοηθήστε τα να γίνει το σπίτι, ένα μέρος όπου βρίσκουν την απομόνωση ή την άνεση που χρειάζονται.
5. Φροντίστε για «διαλείμματα, με αποχή από τις ειδήσεις». Τα παιδιά σας μπορεί να θέλουν να ενημερώνονται συλλέγοντας πληροφορίες σχετικά με τα συμβάντα, από το διαδίκτυο, την τηλεόραση ή τις εφημερίδες. Είναι σημαντικό να φιλτράρετε από ένα σημείο και μετά, ή να περιορίσετε το χρόνο που αφιερώνουν στην παρακολούθηση αυτών των ειδήσεων. Η συνεχής έκθεση μπορεί να αυξήσει πραγματικά το άγχος και τους φόβους τους.
6. Μοιραστείτε τα συναισθήματά σας με το παιδί σας. Είναι καλό να αναγνωρίσετε τα συναισθήματά σας με τα παιδιά σας. Βλέπουν ότι είστε άνθρωπος. Οι γονείς το ακούν συχνά: Να γίνουν το πρότυπο και το παράδειγμα για τα παιδιά τους, γιατί τα παιδιά λαμβάνουν υπόψη τους λιγότερο τα λόγια τους και περισσότερο τη στάση και τις πράξεις τους απέναντι στα γεγονότα. Αυτό ισχύει και για τα συναισθήματα. Έχουν επίσης την ευκαιρία να δουν τα παιδιά, ότι αν και είστε αναστατωμένοι ως γονείς με τις τρέχουσες εξελίξεις, μπορείτε να έχετε κάποιο έλεγχο στη διαχείριση της κατάστασης.
7. Μιλήστε στο παιδί σας σχετικά με το πόσες ιστορίες αναφορικά με το COVID-19 στο διαδίκτυο, μπορεί να βασίζονται σε φήμες και ανακριβείς πληροφορίες.
8. Πείτε, «Δε ξέρω ποιος ευθύνεται για την εξάπλωση του κορωνοίου». Μερικές φορές η απάντηση στην ερώτηση είναι «δε ξέρω» όταν πράγματι δεν είστε σίγουροι για κάτι, ή υπάρχουν αμφιλεγόμενες απόψεις. 10
9. Βοηθήστε τα παιδιά να αισθάνονται ότι έχουν σημαντικό έλεγχο επί της κατάστασης σε σχέση με τον εαυτό τους. Δώστε στα παιδιά σας συγκεκριμένα πράγματα που μπορούν να κάνουν για να αισθάνονται αυτόν τον έλεγχο και να νιώθουν πιο δυνατά.
10. Πάνω απ’ όλα, καθησυχάστε τα. Στο τέλος της συζήτησης, διαβεβαιώστε τα παιδιά σας ότι θα κάνετε ό,τι περνά από το χέρι σας, για να τα κρατήσετε ασφαλή. Βεβαιωθείτε ότι θα είστε διαθέσιμοι για να απαντήσετε σε τυχόν ερωτήσεις τους. Πάντοτε να υπάρχει κάτι αισιόδοξο ως μήνυμα στο τέλος της συζήτησης ή στα λεγόμενά σας γενικότερα, προωθώντας τα νέα που θα δημιουργήσουν αίσθημα ασφάλειας.
Εκείνο όμως που επηρεάζει πολύ τα παιδιά είναι η καραντίνα και το άγχος των γονέων και γενικότερα των ενηλίκων που τα περιβάλλoυν. Οι ενήλικες έχουν την τάση να πιστεύουν ότι τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται τις αλλαγές και το διάχυτο άγχος που επικρατεί, και τείνουν να παραγνωρίζουν την μεγάλη παρατηρητικότητά τους και ευαισθησία τους προς ότι συμβαίνει γύρω τους. Ας δούμε μερικούς από τους τρόπους που αντιδρούν τα παιδιά και πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε. Συνήθεις παιδικές αντιδράσεις στο τραύμα:
1. Συχνό κλάμα, υπερκινητικότητα, δυσκολίες στον ύπνο και κατά τη διάρκεια του ύπνου, εφιάλτες, προσκόλληση προς τους σημαντικούς άλλους, φόβος αποχωρισμού από τους σημαντικούς άλλους, επαναλαμβανόμενο παιχνίδι (μπορεί να επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά κάτι που άκουσαν, μπορεί να επιδεικνύουν ιδιαίτερη φροντίδα για τις κούκλες τους ή τα χνουδωτά ζωάκια τους, πχ να τα κρύβουν, να τα σκεπάζουν).
2. Μερικά παιδιά μπορεί να γίνουν πολύ επιθετικά και θυμωμένα. ?λλα τείνουν να αποσύρονται από κάθε αλληλεπίδραση. Κάποια μπορεί να συμπεριφέρονται σαν να είναι μικρότερα από την ηλικία τους, να λερώνουν τον εαυτό τους, να ζητάνε μπιμπερό αντί για ποτήρι, να ζητάνε παιδική κρέμα ή και να αρνούνται να φάνε, ή να μιλάνε όπως τα μικρότερα παιδιά.
3. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ψυχική πίεση που βιώνουν τα άτομα που τα φροντίζουν. Επηρεάζει την ικανότητα τους να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο λειτουργίας τους και επηρεάζει και τα συναισθήματα τους. Τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να μιλήσουν για τον φόβο τους και την αναστάτωση τους. Οι ενήλικες μπορούν να τα προστατέψουν μόνο εφόσον έχουν συνείδηση της θλίψης των παιδιών.
Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας
1. Διατηρήστε ένα πρόγραμμα. Η διατήρηση μιας ρουτίνας είναι πάρα πολύ σημαντική για τα μικρά παιδιά. Οι καταστροφές, η ακούσια απομόνωση και άλλες τραυματικές καταστάσεις τείνουν να αναστατώνουν το πρόγραμμα τους. Όταν καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε καινούργιες σταθερές συνήθειες ή να επαναφέρουμε κάποιες από αυτές που έχουν αναστατωθεί δημιουργούμε για το παιδί μια αίσθηση ασφάλειας. Είναι ιδιαιτέρως βοηθητικό να τηρούμε σταθερές ώρες στα γεύματα και στις ώρες ύπνου, να ορίζουμε μια συγκεκριμένη ώρα που θα παίξουμε μαζί τους, που θα τους διαβάσουμε ή ακόμα που θα τραγουδήσουμε μαζί τους.
2. Υποστηρίξτε τα παιδιά σας. Η υποστήριξη των γονιών και των σημαντικών άλλων έχει ιδιαίτερη αξία κατά την περίοδο αλλά και αμέσως μετά το τέλος μιας μεγάλης κρίσης. Οι γονείς μπορεί να είναι εκεί παρόντες αλλά όχι πραγματικά συναισθηματικά διαθέσιμοι, κατακλεισμένοι οι ίδιοι από μεγάλη ψυχική πίεση. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να προσφέρουν ψυχικό χώρο και χρόνο στα παιδιά με στόχο να τα ηρεμήσουν και να τα καθησυχάσουν.
3. Προσφέρετε επεξηγήσεις περί των αλλαγών. Τα μικρά παιδιά μπορεί να μην καταλαβαίνουν τον λόγο που άλλαξε κάτι (πχ. το γιατί να μην μπορούν να βγουν έξω να παίξουν με τους φίλους τους) αλλά τουλάχιστον η επικοινωνία μαζί τους θα τα βοηθήσει να νιώσουν υποστηριγμένα. Έχει σημασία οι επεξηγήσεις μας να προσφέρονται σε γλώσσα κατάλληλα προσαρμοσμένη στην ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνονται. Κρατάμε τις επεξηγήσεις μας απλές.
4. Φροντίστε τον εαυτό σας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ακόμα και όταν τα παιδιά δεν είναι απευθείας εκτεθειμένα στο τραύμα, συναισθάνονται το στρες που έχει καταβάλλει τα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες στο σπίτι.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, συχνά να δημιουργούν με τη φαντασία τους μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα των γεγονότων. Μέσα σ` αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του γονιού θα είναι να χτίσει μία γέφυρα επικοινωνίας με το παιδί, συμβάλλοντας έτσι στο απαραίτητο «φιλτράρισμα» που χρειάζεται εκείνο στην είδηση μίας πανδημίας για την πρόληψη ενός ενδεχόμενου ψυχικού τραύματος.
Η ψυχοσυναισθηματική προσέγγιση του γονιού στην κρίση θα βοηθήσει το παιδί/έφηβο να εσωτερικεύσει ένα απειλητικό για τη ζωή του γεγονός όπως μια πανδημία. Οι Ενήλικες, έφηβοι και τα παιδιά έρχονται αντιμέτωποι με το φόβο της αρρώστιας, της απώλειας και του θανάτου τόσο για τους ίδιους όσο και για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Καθοριστικής σημασίας εδώ είναι η ψυχοσυναισθηματική προσέγγιση του γονιού που καλείται να επεξεργαστεί, να διαχειριστεί τα δύσκολα μεν αλλά φυσιολογικά δε συναισθήματά του, όπως αυτά της ανασφάλειας, της έλλειψης ελέγχου για τη σωματική ακεραιότητά του ή και τη ζωή του από την απειλή του νέου ιού.
Καλό είναι ο γονιός ως πρόσωπο με το οποίο το παιδί νιώθει συναισθηματική ασφάλεια να το ενημερώσει με ψυχραιμία, υπομονή, σαφήνεια, αγάπη και ενσυναίσθηση, χωρίς να μειώσει άθελά του τα συναισθήματα του παιδιού λέγοντάς του «μην υπερβάλλεις, μην ανησυχείς, μη φοβάσαι». Αντίθετα, ο γονιός θα πρέπει να στηρίξει το παιδί/έφηβο ακούγοντάς με προσοχή και απαντώντας στις ερωτήσεις του, με σαφήνεια, απλό τρόπο και κυρίως με κατανόηση και αποδοχή για να το βοηθήσει να αισθανθεί στοργή, εμπιστοσύνη και εσωτερική ασφάλεια και ανακούφιση από το άγχος. Στόχος είναι μέσα από την επικοινωνία και τη συναισθηματική σύνδεση γονιού-παιδιού να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα και να δοθεί χώρος στο παιδί να εκφράσει στο δικό του χρόνο τις απορίες και τα συναισθήματά του σχετικά με το τι πραγματικά συμβαίνει ή και ενδέχεται να συμβεί. Οι πληροφορίες που μπορούμε να μοιραστούμε με το παιδί εξαρτώνται κυρίως από το αναπτυξιακό του επίπεδο, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τη συναισθηματική του ετοιμότητα και ικανότητα κατανόησης σε σχέση με την ηλικία του.
Το παιδί, κυρίως προσχολικής αλλά και σχολικής ηλικίας, καλό είναι να μη γίνεται δέκτης των ειδήσεων από την τηλεόραση ή το διαδίκτυο. Ο γονιός θα ήταν σκόπιμο να μην αναφέρει στο παιδί λεπτομέρειες σχετικά με την πανδημία, που θα του προκαλέσουν μεγαλύτερη αναστάτωση και φόβο.
Οι έφηβοι γνωστικά έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν τη λογική σκέψη, παρόλα αυτά, συναισθηματικά παραμένουν ακόμη ευάλωτοι και χρειάζονται πάντα απλόχερα τη διαθεσιμότητα και υποστήριξη του γονιού. Η επικοινωνία γονιού-εφήβου με την αμοιβαία ανταλλαγή συναισθημάτων και απόψεων μέσα σε ένα κλίμα συζήτησης θα βοηθήσει τον έφηβο να νοηματοδοτήσει, να εκφράσει το συναίσθημά του και να αποσαφηνίσει κάποια εύλογα ερωτήματα που αφορούν στην εξάπλωση του νέου ιού, διαδικασία που μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανακουφιστική για τον ίδιο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό ο γονιός να καθησυχάσει το παιδί / έφηβο στην κατεύθυνση ότι η εμφάνιση του νέου ιού είναι ένα σπάνιο γεγονός που δεν προκαλεί σοβαρές επιπλοκές στην υγεία στο μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων. Να το διαβεβαιώσει ότι οι γονείς του, το σχολείο, τα νοσοκομεία, ο κρατικός μηχανισμός ενώνονται για την ασφάλεια, την σωματική και ψυχική ακεραιότητά του.
Οι γονείς που αισθάνονται μια παρατεταμένη θλίψη, ένταση και άγχος που μπορεί να επηρεάσουν την οικογενειακή και επαγγελματική λειτουργικότητά τους θα πρέπει να συμβουλευτούν έναν ψυχολόγο για να διαχειριστούν τα δύσκολα συναισθήματά που δημιουργεί ή επιτείνει η συνθήκη πανδημίας του νέου κοροναϊού.