Καθημερινά 13:15 - 21:00 & Σάββατο 9:00 - 14:00

Λεωφόρος Κηφισίας 185, Μαρούσι, Τ.Κ. 15124

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης αφορά ένα ψυχολογικό φαινόμενο όπου σύμφωνα με αυτό οι όμηροι εκφράζουν συμπάθεια και εκδηλώνουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο που να υπερασπίζονται και να ταυτίζονται με τους απαγωγείς. Γενικά, τα συναισθήματα αυτά θεωρούνται παράλογα υπό το πρίσμα του κινδύνου που υπέστησαν τα θύματα, και ουσιαστικά μπερδεύουν την έλλειψη κακοποίησης από τους απαγωγείς ως μια πράξη καλοσύνης και προστασίας (Adorjan, et al., 2016).

 

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης θεωρείται μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, όπου δεν απαιτεί απαραίτητα ένα σενάριο ομηρείας, αλλά περιγράφει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς οι οποίοι αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων (θύματος και θύτη). Μια συχνά χρησιμοποιούμενη υπόθεση για να εξηγήσει το φαινόμενο του συνδρόμου της Στοκχόλμης, βασίζεται στη φροϋδική θεωρία. Πιο αναλυτικά, προτείνει ότι η σύνδεση αφορά στην αντίδραση του ατόμου στο τραύμα του να γίνει θύμα. Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο είναι ένας τρόπος που το ίδιο το εγώ υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός ως απειλή (Mackenzie, 2004).

 

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης αφορά σύνθετη αντίδραση σε μια τρομακτική κατάσταση και οι ειδικοί δεν συμφωνούν εντελώς για όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ή για τους παράγοντες που καθιστούν μερικούς ανθρώπους περισσότερο ευαίσθητους από άλλους για την ανάπτυξη του. Ένας λόγος για την διαφωνία αυτή είναι ότι θα ήταν ανήθικο να δοκιμάζουμε θεωρίες σχετικά με το σύνδρομο βασιζόμενοι σε πειράματα επάνω σε ανθρώπους. Τα στοιχεία για την κατανόηση του συνδρόμου προέρχονται από πραγματικές καταστάσεις ομηρίας από το 1973 που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους όσον αφορά την τοποθεσία, τον αριθμό των εμπλεκόμενων ατόμων και το χρονικό πλαίσιο. Μια άλλη πηγή διαφωνίας αφορά τον βαθμό στον οποίο το σύνδρομο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει άλλα ιστορικά φαινόμενα ή πιο συνηθισμένους τύπους καταχρηστικών σχέσεων. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι το σύνδρομο της Στοκχόλμης συμβάλλει στην εξήγηση ορισμένων συμπεριφορών επιζώντων από στρατόπεδα συγκέντρωσης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μέλη θρησκευτικών λατρειών, κακοποιημένες συζύγους, σωματικά ή συναισθηματικά κακοποιημένα παιδιά, καθώς και άτομα που έχουν ληφθεί ως όμηροι από εγκληματίες ή τρομοκράτες (Speckhard, et al., 2005).

 

Επίσης, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης απαντάται σε οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπου το άτομο δέχεται παθητικά απειλή και αναγκάζεται να υποστεί την οποιαδήποτε πράξη προκειμένου να επιβιώσει αλλά και να κερδίσει την εύνοια του «δράστη» λαμβάνοντας έτσι δείγματα αγάπης που θα το βοηθήσουν να συνεχίσει, αρνούμενο όμως πολλές φορές την βοήθεια τον γύρω του (Jameson, 2010).

 

Τέλος, το σύνδρομο αυτό εμφανίζεται και σε άλλες ομάδες ανθρώπων, όταν υπάρχει σχέση θύτη και θύματος, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, όπως η κακοποίηση γυναικών και παιδιών, σε θύματα αιμομιξίας, σε φυλακισμένους πολέμου, σε μέλη σεκτών, σε σχέσεις που βασίζονται στην άσκηση εξουσίας και το φόβο, σε σχέσεις εξουσίας και το φόβου, καθώς και σε άτομα που βρίσκονται σε μια σχέση εξουσίας και φόβου συχνά δημιουργούν συναισθηματικούς δεσμούς με το άτομο που τα κακοποιεί (συναισθηματικά, σωματική, ή πνευματικά) (Jameson, 2010).

 

Οι ψυχίατροι υποστηρίζουν πως το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να εξηγηθεί ως μια απλή τεχνική πλύσης εγκεφάλου. Μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως μια φυσική αντίδραση ή μηχανισμός άμυνας εκ μέρους των αιχμαλώτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Είναι η ίδια συναισθηματική αντίδραση που έχουν τα νεογέννητα απέναντι σε μια κυρίαρχη ενήλικη φιγούρα (Namnyak,et al., 2007).

 

Η ψυχολογική αντίδραση του συνδρόμου της Στοκχόλμης ως συναισθηματικού δεσίματος δεν δημιουργείται σε κάθε περίπτωση ομηρίας ή σχέσηςκακοποίησης. Φαίνεται ότι υπάρχουν τέσσερις καταστάσεις που καθορίζουν την εμφάνιση του συνδρόμου σε καταστάσεις ομηρίας ή μέσα σε σχέσεις (Mackenzie, 2004):

 

1) Η αίσθηση του θύματος ότι υπάρχει απειλή στην φυσιολογική ή ψυχολογική επιβίωση του ατόμου και η πεποίθηση ότι ο θύτης θα εκτελέσει την απειλή του.

2) Η αίσθηση του θύματος ότι υπάρχει μια έστω και μικρή καλοσύνη από τον θύτη προς το θύμα.

3) Απομόνωση του θύματος από τη γνώμη άλλων ατόμων εκτός από του θύτη.

4) Η αίσθηση του θύματος ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση.

 

Συμπτώματα του Συνδρόμου της Στοκχόλμης

Τα άτομα τα οποία πάσχουν από το σύνδρομο της Στοκχόλμης υποφέρουν από αναδρομές στο παρελθόν (έντονες αναμνήσεις που σχετίζονται με το τραύμα), εφιάλτες και καχυποψία. Επίσης, παρουσιάζουν αδυναμία και έλλειψη διάθεσης να απολυόσουν πράγματα, τα οποία έκαναν κατά παρελθόν. Τέλος, υπάρχει η πιθανότητα, λόγω ψυχολογικού τραύματος, το θύμα να παλινδρομήσει. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με στρεσογόνες καταστάσεις που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν, υποχωρούν σε πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης (Namnyak, et al., 2007).

 

Ουσιαστικά, το σύνδρομο της Στοκχόλμης θεωρείται μια σύνθετη αντίδραση σε μια απειλητική κατάσταση. Όταν το άτομο δεν αντιδρά να βρει λύσεις στην αδιέξοδη κατάσταση που βιώνει (μαθημένη αβουλησία) τότε μπορεί να παραιτηθεί, να νιώσει ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση, άγχος, φόβο καθώς και θλίψη. Αναμφισβήτητα, με το να αρνείται κάποιος ότι βιώνει μια δύσκολη κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί, δεν αγνοεί απλώς την πραγματικότητα, απομακρύνεται από εκείνη (McKenzie, 2008).

 

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στο σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ότι οι απαγωγείς μπορεί να πραγματοποιούν μικρές πράξεις καλοσύνης προς τους αιχμαλώτους τους. Η απειλή του θανάτου εξουδετερώνεται από αυτές τις χειρονομίες του απαγωγέα, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι απαχθέντες να ταυτίζονται ψυχικά με αυτόν, προκειμένου να επιβιώσουν. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης χρειάζεται περίπου τέσσερις ημέρες για να δημιουργηθεί, όμως μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφότου τελειώσει η δοκιμασία που το προκάλεσε (McKenzie, 2008). Κάθε σύνδρομο διαθέτει τα συμπτώματα ή τις συμπεριφορές του και το Σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα βασικά συμπτώματα του συνδρόμου της Στοκχόλμης, τα οποία απατώνται σε όλα τα άτομα αφορούν (de Fabrique, et al., 2007):

1) Θετικά συναισθήματα από το θύμα προς το θύτη (άτομο που το κακοποιεί ή το ελέγχει).

2) Αρνητικά συναισθήματα από το θύμα προς την οικογένειά του, τους φίλους ή τις αρχές.

3) Θετικά συναισθήματα από το θύτη προς το θύμα.

4) Υποστηρικτική συμπεριφορά από το θύμα προς το θύτη.

5) Ανικανότητα του θύματος να καταστρέψει την «σχέση» του με το θύτη.

 

Ουσιαστικά, τα άτομα με σύνδρομο της Στοκχόλμης παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα με εκείνα που διαγνώστηκαν με διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Αυτά τα αντίστοιχα συμπτώματα είναι η αϋπνία, οι εφιάλτες, η γενική ευερεθιστότητα, η δυσκολία συγκέντρωσης, η ευκολία έκπληξη, τα συναισθήματα ασυμμετρίας ή σύγχυσης, η αδυναμία να απολαμβάνουν τις προηγούμενες ευχάριστες εμπειρίες, καθώς και η αυξημένη δυσπιστία προς τους άλλους (McKenzie, 2008).

 

Στάδια εξέλιξης του Συνδρόμου της Στοκχόλμης

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης πρόκειται για μια ψυχολογική διαταραχή, με την έννοια ότι πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση σε μία αφύσικη κατάσταση. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι πιο σύνθετη και δύσκολα κατανοητή συναισθηματική κατάσταση κατά την οποία το θύμα αρχίζει να τρέφει θετικά συναισθήματα (έρωτα ή και αγάπης) για τον άνθρωπο που τον κακομεταχειρίζεται, το βιαστή ή τον απαγωγέα του. Στην ουσία πρόκειται για ένα είδος αμυντικού μηχανισμού κατά τον οποίο το θύμα προσκολλάται συναισθηματικά στον πλησιέστερο ισχυρό ενήλικα και επιλέγει παρά τον πόνο και το φόβο που του προκαλεί να παραμείνει πιστό σε αυτόν (Wallace, 2017).

 

Ο θύτης περνά στο θύμα την αντίληψη ότι οι στοιχειώδες και αυτονόητες ελευθερίες όπως για παράδειγμα ο ύπνος, το φαγητό, το νερό, η ελευθερία του λόγου, ακόμα και η ίδια η ζωή, όλα θεωρούνται πράξεις καλοσύνης του θύτη, με αποτέλεσμα το θύμα να βασίζει την ελπίδα για βασική επιβίωση εξ ολοκλήρου στην καλή διάθεση του θύτη. Για τον λόγο αυτό το θύμα συναινεί και επιδιώκει να τον ευχαριστεί (Shirley, 2008).

 

Προκειμένου το θύμα να εξασφαλίσει ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον θύτη, αρχίζει να συμφωνεί με τις απόψεις του και ασυνείδητα ταυτίζεται μαζί του. Όσο το θύμα θεωρεί ότι έχει κοινά στοιχεία με τον άνθρωπο που τον κακοποιεί, τόσο τον απενοχοποιεί και εκεί αρχίζει και χτίζεται η ενσυναίσθηση και η κατανόηση απέναντι στο θύτη. Ο συναισθηματικός δεσμός που δημιουργεί το θύμα απέναντι στο θύτη χαρακτηρίζεται από αντικρουόμενα συναισθήματα χαράς και λύπης. Ακόμα και όταν το θύμα απελευθερωθεί και απομακρυνθεί από το θύτη του, δυσκολεύεται να αποσυνδέσει τα θετικά συναισθήματα που τρέφει για το θύτη. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν το σύνδρομο της Στοκχόλμης, προκειμένου να εξηγήσουν συμπεριφορές υποταγής ατόμων που μένουν σε σχέση κακοποίησης και συνεχίζουν να είναι ερωτευμένοι με τον σύντροφο που τους κακοποιεί (Wallace, 2017). Τα άτομα τα οποία βιώνουν ενδοοικογενειακή βία είναι παγιδευμένα σε μια σχέση κακοποίησης, όπως είναι η συνθήκη ομηρίας (de Fabrique, et al., 2007).

 

Το συναισθηματικό δέσιμο με τον θύτη αποτελεί στην ουσία μια στρατηγική επιβίωσης για τον άνθρωπο που έγινε θύμα κακοποίησης και φόβου. Ουσιαστικά, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης αποτελεί κοινή γνώση και συχνά χρησιμοποιείται από την αστυνομία ως τακτική που αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης των ομήρων (Vecchi, 2009).

 

Τέσσερις συνθήκες είναι παρούσες ως θεμέλιο για την ανάπτυξη του Συνδρόμου της Στοκχόλμης:

1) Αντιληπτή ή πραγματική απειλή για την σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα του ατόμου και η ισχυρή πεποίθηση ότι ο δράστης θα πραγματοποιήσει τις απειλές του. Σε αυτό περιλαμβάνονται (Shirley, 2008):

2) Διαβεβαιώσεις του θύτη προς το θύμα ότι μόνο η συνεργασία του τελευταίου θα εξασφαλίσει την ακεραιότητα του ίδιου, της οικογένειας του ή των φίλων του.

3) Ο θύτης αναφέρει ιστορίες ή διηγήσεις βίας, στις οποίες υπήρξε πρωταγωνιστής για να υπενθυμίσει στο θύμα ότι οι συνέπειες είναι σίγουρες εάν δεν συνεργαστεί. Μπορεί να είναι πράγματι γνωστό κάποιο ιστορικό βίας, που οδηγεί το θύμα να πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι ένας επόμενος στόχος.

4) Επίδειξη μιας μικρής καλοσύνης ή κάποιων υποχωρήσεων από τον θύτη προς το θύμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μικρές χειρονομίες «καλοσύνης», όπως το να επιτρέψει ο δράστης στο θύμα μια επίσκεψη στο μπάνιο ή την παροχή τροφής ή και νερού είναι αρκετό για να αλλάξει την αντίληψη του θύματος προς τον θύτη. ?λλες φορές πάλι, ένα δώρο (συνήθως παρέχεται μετά από ένα επεισόδιο κακοποίησης), μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι ο δράστης δεν είναι «τόσο κακός» (Ase, 2015).

5) Το θύμα απογυμνώνεται από το να έχει άλλες εναλλακτικές: Τα θύματα έχουν την αίσθηση ότι είναι πάντα υπό στενή παρακολούθηση και εποπτεία. Για την επιβίωσή τους, αρχίζουν να υιοθετούν την οπτική του θύτη τους. Αυτή η ανάγκη επιβίωσης και η ταύτιση με τον θύτη, μπορεί να γίνει τόσο έντονη που το θύμα αναπτύσσει θυμό προς εκείνους που προσπαθούν να βοηθήσουν. Σε σοβαρές περιπτώσεις του Συνδρόμου της Στοκχόλμης το θύμα μπορεί να αισθάνεται ότι η επικίνδυνη κατάσταση που βιώνουν οφείλεται σε δικό τους σφάλμα (Ase, 2015).

6) Σαφής και αντικειμενική αδυναμία να ξεφύγουν από την κατάσταση. Ουσιαστικά, τα θύματα μπορεί να έχουν οικονομικές υποχρεώσεις, δυσβάστακτο χρέος, ή αστάθεια στην ζωή τους, σε σημείο που δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνα τους. Ο δράστης μπορεί να χρησιμοποιεί απειλές συμπεριλαμβανομένης της αρπαγής των παιδιών, δημόσια έκθεση, ή συνεχών παρενοχλήσεων, που το θύμα θα βιώσει πολύ απειλητικές για την ύπαρξη του (Cantor, & Price, 2009).

 

Η αντίδραση του ψυχολογικού δεσμού με τον θύτη είναι εφικτό να εντοπιστεί και σε ερωτικές ή σε οικογενειακές σχέσεις, όπου ένα μέλος είναι το θύμα και το άλλο θύτης, ο οποίος με κάποιον τρόπο κακοποιεί το θύμα (Cooper, 2008).

 

Από ψυχολογική άποψη, το άτομο που γίνεται θύμα και αναπτύσσει συναισθηματικό δέσιμο με τον θύτη του φέρεται, κατά κάποιον τρόπο, κι εντελώς ασυνείδητα, με τον τρόπο που θα λειτουργούσε κι ένα βρέφος, προκειμένου να επιβιώσει (Ase, 2015).

 

Πολύ συχνά όταν ακούμε για περιπτώσεις ανθρώπων που πέφτουν θύματα κακοποίησης και δεν αντιδρούν, χρησιμοποιούμε τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (Adorjan, et al., 2016).

 

Παράγοντες κινδύνου του Συνδρόμου της Στοκχόλμης

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης έχει αναγνωριστεί πολλά χρόνια πριν και έχει εντοπιστεί σε έρευνες πάνω σε ομήρους, φυλακισμένους ή σε βάναυσες καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι παράγοντες κινδύνου του συνδρόμου αφορούν (Vecchi, 2009): Κακοποιημένα παιδιά. Γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού - κακοποίησης. Αιχμάλωτοι πολέμου. Μέλη θρησκειών. Θύματα αιμομιξίας. Καταστάσεις εγκληματικής ομηρίας. Αιχμάλωτοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σχέσεις εξουσίας - εκφοβισμού.

 

Σύμφωνα με έρευνες, αστυνομικοί έχουν από καιρό γνωρίσει το σύνδρομο αυτό σε καταστάσεις όπου γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού δεν μπορούν να καταγγείλουν το άτομο που τις κακοποίησε. Τουναντίον, καταθέτουν χρηματική εγγύηση για την αποφυλάκιση του συζύγου/φίλου που τις κακοποίησε. Κάποιες φορές μάλιστα, επιτέθηκαν στους αστυνομικούς που έφτασαν προκειμένου να τις σώσουν από μία βίαιη επίθεση (Vecchi, 2009).

 

Ακόμη, έχει εξακριβωθεί ότι τέσσερις περιπτώσεις ή καταστάσεις βοηθούν ως θεμέλιο στην ανάπτυξη του συνδρόμου της Στοκχόλμης. Αυτές οι τέσσερις καταστάσεις δύναται να βρεθούν σε σχέσεις ομηρίας και κακοποίησης (Cantor, & Price, 2009):

 

Η παρουσία μίας αντιληπτής απειλής για την φυσική ή πνευματική επιβίωση κάποιου και η πίστη ότι ο κακοποιός είναι σε θέση να εκτελέσει την απειλή αυτή. Σε αυτό περιλαμβάνονται: (α) διαβεβαιώσεις του θύτη προς το θύμα ότι μόνο η συνεργασία του τελευταίου θα εξασφαλίσει την ακεραιότητα του ίδιου, της οικογένειας του ή των φίλων του, (β) ο θύτης αναφέρει ιστορίες ή διηγήσεις βίας, στις οποίες υπήρξε πρωταγωνιστής για να υπενθυμίσει στο θύμα ότι οι συνέπειες είναι σίγουρες εάν δεν συνεργαστεί, και (γ) μπορεί να είναι πράγματι γνωστό κάποιο ιστορικό βίας, που οδηγεί το θύμα να πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι ένας επόμενος στόχος.

 

Η παρουσία μίας μικρής, αλλά αντιληπτής ευγένειας από τον κακοποιό προς το θύμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μικρές χειρονομίες «καλοσύνης», όπως το να επιτρέψει ο δράστης στο θύμα μια επίσκεψη στο μπάνιο ή την παροχή τροφής ή και νερού είναι αρκετό για να αλλάξει την αντίληψη του θύματος προς τον θύτη. ?λλες φορές πάλι, ένα δώρο (συνήθως παρέχεται μετά από ένα επεισόδιο κακοποίησης), μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι ο δράστης δεν είναι «τόσο κακός».

 

- Απομόνωση από άλλες προοπτικές που δεν αφορούν τον κακοποιό. Τα θύματα έχουν την αίσθηση ότι είναι πάντα υπό στενή παρακολούθηση και εποπτεία. Για την επιβίωσή τους, αρχίζουν να υιοθετούν την οπτική του θύτη τους. Αυτή η ανάγκη επιβίωσης και η ταύτιση με τον Θύτη, μπορεί να γίνει τόσο έντονη που το θύμα αναπτύσσει θυμό προς εκείνους που προσπαθούν να βοηθήσουν. Σε σοβαρές περιπτώσεις του συνδρόμου της Στοκχόλμης το θύμα μπορεί να αισθάνεται ότι η επικίνδυνη κατάσταση που βιώνουν οφείλεται σε δικό τους σφάλμα.

 

- Η αντιληπτή ανικανότητα απόδρασης από την κατάσταση. Τα θύματα μπορεί να έχουν οικονομικές υποχρεώσεις, δυσβάστακτο χρέος, ή αστάθεια στην ζωή τους, σε σημείο που δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνα τους. Ο δράστης μπορεί να χρησιμοποιεί απειλές συμπεριλαμβανομένης της αρπαγής των παιδιών, δημόσια έκθεση, ή συνεχών παρενοχλήσεων, που το θύμα θα βιώσει πολύ απειλητικές για την ύπαρξη του.

 

?τομα τα οποία βιώνουν συνθήκες ψυχολογικής κακοποίησης στα πλαίσια ψυχολογικής ομηρίας, οι θύτες συμβολίζουν για εκείνους το κλειδί της επιβίωσης. Η αμφισβήτηση έχει εκμηδενιστεί και όλα μοιάζουν μονόδρομος. Ο θύτης προκειμένου να εκφοβίσει και να ελέγξει το θύμα δίνει την εντύπωση του αμείλικτου και αδίστακτου ανθρώπου απαλλαγμένου από αδυναμίες και φόβο, ικανό για κάθε αποτρόπαιη πράξη. Συνήθως, αυτά τα άτομα βρίσκονται σε απομόνωση. Ασυνείδητα δημιουργείται μια προσκόλληση στον απαγωγέα, γιατί έτσι θεωρούν ότι θα μεγιστοποιήσουν της πιθανότητες επιβίωσης (Cantor, & Price, 2009).

 

Το δέσιμο ανάμεσα σε θύτη και θύμα συνήθως δημιουργείται όταν κάποια από τα θύματα μοιράζονται ακόμα και προσωπικά τους θέματα, καλλιεργώντας συναισθηματικό μοίρασμα, προκειμένου να προκαλέσουν τον οίκτο του θύτη και να μεγιστοποιήσουν την πιθανότητα επιβίωσης (Cantor, & Price, 2009).

 

Εξετάζοντας την κάθε περίπτωση είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το γεγονός πως το σύνδρομο της Στοκχόλμης αναπτύσσεται τόσο σε ρομαντικές σχέσεις όσο και σε εγκληματικές καταστάσεις αλλά και σε περιπτώσεις ομηρίας (Cantor, & Price, 2009).

 

Ως όμηρος σε ληστεία τραπεζών, που απειλείται από εγκληματίες με όπλα, είναι εύκολο να κατανοηθεί η αντιληπτή αδυναμία διαφυγής. Σε ρομαντικές σχέσεις, η πεποίθηση ότι δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει είναι επίσης πολύ συνηθισμένη. Πολλές σχέσεις καταχρηστικής - ελεγχόμενης σχέσης έχουν την αίσθηση ότι οι σχέσεις κλειδώνονται μεταξύ τους με αμοιβαία οικονομικά ζητήματα και περιουσιακά στοιχεία, αμοιβαίες προσωπικές γνώσεις ή νομικές καταστάσεις.

 

Ακολουθούν ορισμένες συνήθεις περιπτώσεις (Speckhard, et al., 2005):

Οι σύντροφοι που θέλουν να ελέγχουν την σχέση τους αυξάνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις - χρέη στη σχέση στο σημείο που κανένας από τους δυο δεν μπορεί να επιβιώσει οικονομικά από μόνος του. Τα άτομα αυτά που αισθάνονται ότι ο σύντροφος τους μπορεί να φύγει συχνά αγοράζουν ένα νέο αυτοκίνητο, ισχυριζόμενοι αργότερα ότι δεν μπορούν να πληρώσουν τη διατροφή ή την υποστήριξη των παιδιών λόγω των μεγάλων πληρωμών τους. Ο νόμιμος τερματισμός μιας σχέσης, ιδιαίτερα μια σχέση με καυγάδες, δημιουργεί συχνά σημαντικά προβλήματα.

 

1) Ένας σύζυγος ο οποίος έχει ένα εισόδημα που είναι «κρυφό» ή διατηρείται μέσω νομικά αμφισβητήσιμων καταστάσεων διατρέχει τον κίνδυνο οι πηγές εισοδήματος να διερευνηθούν ή να δημοσιοποιηθούν με αποτέλεσμα το διαζύγιο. Ο σύζυγος τότε γίνεται πιο αναστατωμένος σχετικά με την πιθανή δημόσια έκθεση των επιχειρηματικών του ρυθμίσεων από την απώλεια της σχέσης.

2) Ο σύζυγος χρησιμοποιεί συχνά ακραίες απειλές, συμπεριλαμβανομένης της απειλής να απομακρύνει τα παιδιά από το κράτος, απειλώντας να εγκαταλείψει τη δουλειά ή την επιχείρηση του παρά να πληρώσει τη διατροφή, απειλώντας με την έκθεση του κοινού στα προσωπικά ζητήματα του θύματος ή εξασφαλίζοντας στο θύμα ότι ποτέ δεν θα έχουν ειρηνική ζωή λόγω της παρενόχλησης χωρίς διακοπή. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο σύζυγος είναι δυνατόν να απειλήσει με μια ενέργεια που θα υποβαθμίσει την υποστήριξη του θύματος, όπως για παράδειγμα «Θα κάψω το αυτοκίνητό σου». Οι σύζυγοι αυτοί συχνά κρατούν το θύμα κλειδωμένο στη σχέση με σοβαρή ενοχή - απειλητική αυτοκτονία αν το θύμα φεύγει.

3) Το θύμα ακούει «Θα σκοτώσω τον εαυτό μου μπροστά στα παιδιά», «Θα βάλω στον εαυτό μου στη φωτιά στην μπροστινή αυλή» ή «Τα παιδιά μας δεν θα έχουν πατέρα ή μητέρα αν με εγκαταλείψετε».

4) Στις σχέσεις με έναν καταχραστή, το θύμα έχει επίσης βιώσει μια απώλεια αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης και ψυχολογικής ενέργειας. Το θύμα μπορεί να αισθάνεται πάρα πολύ καταθλιπτικό για να φύγει. Επιπλέον, οι υπεύθυνοι συχνά δημιουργούν ένα είδος εξάρτησης ελέγχοντας τα θύματα οικονομικά, τοποθετώντας στο όνομα τους αυτοκίνητα, σπίτια και εξαλείφοντας οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία ή πόρους που μπορεί να χρησιμοποιήσει το θύμα για να φύγει.

5) Όταν οι γονείς προχωρούν σε διαζύγιο, ένας έφηβος μπορεί να προσκολληθεί σε ένα άτομο που το ελέγχει και αισθάνεται μπορεί να σταθεροποιήσει τη ζωή του. Ακόμη, οι πρωτοετείς στο κολέγιο μπορεί να προσελκύονται από τον έλεγχο των ατόμων που υπόσχονται να τους βοηθήσουν να επιβιώσουν ζώντας μακριά από το σπίτι σε μια πανεπιστημιούπολη κολλεγίων.

 

Στις ανθυγιεινές σχέσεις και σίγουρα στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης υπάρχει μια καθημερινή ανησυχία. Το πρόβλημα είναι οποιοδήποτε άτομο, ομάδα, κατάσταση, σχόλιο, περιστασιακή ματιά που μπορεί να προκαλέσει ερέθισμα ή ορμητική κατάχρηση από τον θύτη ή τον κακοποιό (Speckhard, et al., 2005).

 

Για να επιβιώσει το θύμα, το «πρόβλημα» πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Το θύμα πρέπει να ελέγχει καταστάσεις που προκαλούν προβλήματα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αποφυγή της οικογένειας, των φίλων, των συναδέλφων και όσων μπορούν να δημιουργήσουν «προβλήματα» στην εκάστοτε καταχρηστική σχέση (Speckhard, et al., 2005).

 

Το θύμα δεν μισεί την οικογένεια και τους φίλους. Αποφεύγουν μόνο το «πρόβλημα». Το θύμα καθαρίζει επίσης το σπίτι, χαλαρώνει τα παιδιά, αποφεύγει ορισμένα θέματα και προλαμβάνει κάθε ζήτημα του θύτη ή της κατάχρησης σε μια προσπάθεια αποφυγής του «προβλήματος».

 

Σε αυτή την περίπτωση, τα παιδιά που είναι θορυβώδη γίνονται «πρόβλημα». Οι αγαπημένοι και οι φίλοι είναι πηγές «προβλημάτων» για το θύμα που προσπαθεί να αποφύγει τη λεκτική ή φυσική επιθετικότητα (Speckhard, et al., 2005).

 

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης παράγει έναν ανθυγιεινό δεσμό με τον εκάστοτε ελεγκτή της κατάστασης και τον κακοποιό. Αυτός είναι ο λόγος που πολλά θύματα εξακολουθούν να υποστηρίζουν έναν δράστη μετά τη λήξη της σχέσης (McKenzie, 2008). Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο συνεχίζουν να βλέπουν «την καλή πλευρά» ενός καταχρηστικού ατόμου και εμφανίζονται συμπονετικοί σε κάποιον που έχει πραγματοποιήσει κατάχρηση διανοητικά και μερικές φορές και σωματικά (McKenzie, 2008).

Στόχος του Κέντρου μας

αποτελεί η άμεση και αξιόπιστη θεραπευτική παρέμβαση με στόχο την βελτίωση της δυσκολίας. Στηριζόμαστε στο ΤΡΙΠΤΥΧΟ, Θεραπευτικό Πρόγραμμα, Οικογενειακό Περιβάλλον και Σχολικό Πλαίσιο 

 

Psychostirixi.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας Καλέστε: 2114119254

Συνεργαζόμαστε με όλα τα ασφαλιστικά ταμεία