Όταν ένα παιδί οδηγείται σε κατάθεση ενώπιων των Δικαστικών αρχών, οπότε και τοποθετείται στην γονεική σύγκρουση, αποτελεί μία ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία. Το παιδί θα χρειαστεί υποστήριξη αναφορικά με τη κατάθεσή του, ώστε να αισθανθεί λιγότερο απειλημένο. Παρόλα αυτά, σε σοβαρές υποθέσεις, όταν το παιδί γνωρίζει σε ποιο βαθμό θα βοηθούσε το ίδιο μία τέτοιου είδους κατάθεση, επιθυμεί από μόνο του την συμμετοχή, καθώς επιζητά να εκφράσει τα όσα το ίδιο νιώθει. Σε αρκετά σοβαρές υποθέσεις κακοποίησης, το παιδί επιθυμεί να καταθέσει την δική του αλήθεια, προκειμένου να απαλλαχθεί από τα δεινά της δικής του κακοποίησης, ενώ παράλληλα μία τέτοιου είδους κατάθεση αποτελεί λιγότερο επιζήμια σε ψυχικό επίπεδο από το βίωμα του κακοποιητικού του περιβάλλοντος. Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό, είναι να μπορεί να ακουστεί ο λόγος του και να σεβαστεί ή να είναι ικανός ο Δικαστής, σε κάποιες περιπτώσεις, «να διαβάσει πίσω από τις λέξεις», καθώς κυριαρχεί το συναίσθημα του φόβου και της ενοχής για το κάθε παιδί ή εχει υποστεί σοβαρό βαθμό εργαλειοποίησης από τον έναν γονέα εναντίον του άλλου.
Η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού συνδέεται στενά με το άρθρο 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα ακροάσεως του παιδιού και τη συμμετοχή του σε δικαστικές διαδικασίες, ανάλογα με την εξέλιξη των δυνατοτήτων του και την ωριμότητά του.
Η αρχή της συμμετοχής δίνει έμφαση στον ρόλο του παιδιού ως ενεργού συμμετέχοντος στην προώθηση, την προστασία και την παρακολούθηση των δικαιωμάτων του και εφαρμόζεται εξίσου σε όλα τα μέτρα που υιοθετούν τα κράτη για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Οι απόψεις των παιδιών πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τον προσδιορισμό των βέλτιστων συμφερόντων τους. Πρέπει να δοθεί η δέουσα βαρύτητα στις απόψεις τους. Το δικαίωμα όλων των παιδιών να ακουστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Σύμβασης. Όχι μόνο καθιερώνει ένα αυτοτελές δικαίωμα, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή όλων των άλλων δικαιωμάτων.
Οι δικαστές θα πρέπει να σέβονται το δικαίωμα ακρόασης των παιδιών σε όλα τα ζητήματα που τα αφορούν ή τουλάχιστον όταν κρίνουν ότι τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν επαρκώς τα συναφή ζητήματα. Τα χρησιμοποιούμενα μέσα για τον συγκεκριμένο σκοπό θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στο επίπεδο κατανόησης του παιδιού και στην ικανότητα επικοινωνίας του, καθώς και να λαμβάνουν υπόψη τις περι- στάσεις της υπόθεσης. Θα πρέπει να ζητείται η γνώμη των παιδιών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να υποβληθούν σε ακρόαση.
Θα πρέπει να δίδεται η δέουσα βαρύτητα στις απόψεις και στη γνώμη του παιδιού ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του.
Το δικαίωμα ακρόασης συνιστά δικαίωμα του παιδιού και όχι υποχρέωσή του.
Η ηλικία του παιδιού δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί από μόνη της λόγο μη ακρόασής του. Όταν ένα παιδί λαμβάνει την πρωτοβουλία να υποβληθεί σε ακρόαση σε μία υπόθεση που το αφορά άμεσα, ο δικαστής δεν θα πρέπει, εκτός και αν υφίστανται λόγοι προστασίας του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, να αρνείται να δεχθεί το παιδί σε ακρόαση, και θα πρέπει να ακούει τις απόψεις και τη γνώμη του επί των θεμάτων που το αφορούν στο πλαίσιο της εκάστοτε υπόθεσης.
Η ακρόαση ενός παιδιού είναι μια δύσκολη διαδικασία και μπορεί να είναι ακόμη και τραυματική, ιδίως για παιδιά-θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού απαιτεί από τα κράτη να διασφαλίζουν ένα ασφαλές, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της παιδικής ηλικίας περιβάλλον στο οποίο το παιδί αισθάνεται ότι χαίρει σεβασμού, καθώς και συνθήκες που λαμβάνουν υπ’ όψιν την ατομική κατάσταση του κάθε παιδιού. Κατά τη διάρκεια των διαδικασιών πρέπει να προστατεύεται η εμπιστευτικότητα των παιδιών και να διασφαλίζεται η ασφάλειά τους.
Πολλά κράτη έχουν αναφέρει πληθώρα μέτρων ειδικής προστασίας για τις ακροάσεις και την εξέταση των παιδιών, καθώς και για την ανάκριση τους. Τα μέτρα που λαμβάνονται περιλαμβάνουν: α) τη δημιουργία χώρων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των παιδιών για την ακρόασή των παιδιών β) τη διεξαγωγή ακροάσεων αποκλειστικά παρουσία γονέα, επιτρόπου ή άλλου προσώπου που φροντίζει το παιδί, εκτός εάν αυτό δεν συμβαδίζει με το συμφέρον των παιδιών ή άλλων ειδικώς καταρτισμένων επαγγελματιών, όπως οι εμπειρογνώμονες ψυχολόγοι· γ) μέτρα για τη διασφάλιση της ιδιωτικής ζωής των παιδιών, όπως ο περιορισμός της πρόσβασης του κοινού στα δικαστήρια και η απαγόρευση δημοσιοποίησης ορισμένων πληροφοριών · δ) η οπτικοακουστική καταγραφή της κατάθεσης του παιδιού, η διεξαγωγή της ανάκρισης σε χώρο εκτός των δικαστικών αιθουσών, καθώς και παροχή υπηρεσιών από έναν ενιαίο φορέα για τη συλλογή εγκληματολογικών αποδεικτικών στοιχείων, την παροχή νομικής συμβουλευτικής, υγειονομικής περίθαλψης και κάθε άλλη υποστήριξη. Τα εν λόγω μέτρα λαμβάνονται για την αποφυγή της επαναθυματοποίησης του παιδιού, τη συγκέντρωση των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, στη στήριξη της θεραπείας και της επανένταξης και την αποφυγή της ατιμωρησίας.
Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη (Υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών την 17 Νοεμβρίου 2010 κατά την 1098η συνάντηση των Αντιπροσώπων των Υπουργών.), αποφασίστηκε:
Σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν παιδιά, θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή του επείγοντος έτσι ώστε να δίδεται ταχεία απάντηση και να προστατεύεται το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, με πλήρη σεβασμό παράλληλα στο κράτος δικαίου.
Σε όλες τις διαδικασίες, η μεταχείριση των παιδιών θα πρέπει να γίνεται πάντοτε ανάλογα με την ηλικία τους, τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, την ωριμότητα και το επίπεδο κατανόησης που διαθέτουν, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις δυσκολίες επικοινωνίας που ενδεχομένως έχουν. Οι υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται παιδιά θα πρέπει να εκδικάζονται σε περιβάλλοντα φιλικά προς τα παιδιά που δεν τους προκαλούν φόβο.
Πριν από την έναρξη της διαδικασίας, τα παιδιά θα πρέπει να εξοικειώνονται με τη δικαστική ή άλλη αίθουσα, καθώς και με την ιδιότητα και την ταυτότητα των συμμετεχόντων δικαστικών υπαλλήλων.
Θα πρέπει να χρησιμοποιείται γλώσσα κατάλληλη για την ηλικία και το επίπεδο κατανόησης του παιδιού.
Σε περίπτωση ακρόασης ή κατάθεσης των παιδιών στο πλαίσιο δικαστικών και εξωδικαστικών διαδικασιών ή άλλων παρεμβατικών δράσεων, οι δικαστές και οι λοιποί επαγγελματίες θα πρέπει να συμπεριφέρονται προς αυτά με σεβασμό και ευαισθησία.
Θα πρέπει να επιτρέπεται στα παιδιά να συνοδεύονται από τους γονείς τους ή, κατά περίπτωση, από ενήλικα της επιλογής τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες λαμβάνεται αιτιολογημένη αντίθετη απόφαση για το συγκεκριμένο άτομο.
Για τις καταθέσεις των παιδιών θα πρέπει να χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι, όπως βιντεοσκοπήσεις, ηχογραφήσεις ή ακροαματικές διαδικασίες προ της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, οι οποίες θα πρέπει να θεωρούνται ως αποδεκτά αποδεικτικά στοιχεία.
Τα παιδιά θα πρέπει να προστατεύονται, στο μέτρο του δυνατού, από εικόνες ή πληροφορίες που θα μπορούσαν να είναι επιζήμιες για την ευημερία τους. Σε περίπτωση που καλείται να λάβει απόφαση περί κοινοποίησης πιθανώς επιζήμιων εικόνων ή πληροφοριών για το παιδί, ο δικαστής θα πρέπει να συμβουλεύεται άλλους επαγγελματίες, όπως ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς.
Ο αριθμός των καταθέσεων θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος και η διάρκειά τους θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στην ηλικία και την ικανότητα προσοχής του παιδιού.
Θα πρέπει να αποφεύγεται, στο μέτρο του δυνατού, η άμεση επαφή, η αντιπαράσταση ή η επικοινωνία ανάμεσα στο παιδί-θύμα ή μάρτυρα και στους φερόμενους ως θύτες, εκτός και αν έχει υποβληθεί αντίθετο αίτημα εκ μέρους του παιδιού-θύματος.
Στις ποινικές υποθέσεις, τα παιδιά θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταθέτουν χωρίς να είναι παρών ο φερόμενος ως θύτης.
Με γνώμονα το υπέρτατο συμφέρον και την ευημερία του παιδιού, ο δικαστής θα πρέπει παρέχει στο παιδί τη δυνατότητα να μην καταθέτει.
Τον ρόλο τους στη συζήτηση, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων τους σε κάθε στάδιο, την υποστήριξη που μπορεί να τους παρασχεθεί, τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να συμμετάσχουν και πώς θα αξιολογηθούν οι απόψεις τους.
Τις πρακτικές λεπτομέρειες, όπως πότε και πού θα λάβει χώρα η συζήτηση, πόσο θα διαρκέσει, ποιος θα είναι εκεί, τι είδους προστασία θα παρασχεθεί στο παιδί, πότε και πώς θα ληφθούν οι αποφάσεις.
Να διασφαλίζουν ότι το παιδί θα ακουστεί αποτελεσματικά στη συζήτηση με την εισαγωγή νομικών δικαιωμάτων που ασκούνται προσηκόντως και με τη δημιουργία φιλικών προς τα παιδιά, ασφαλών και προσβάσιμων δικαστηρίων.
Να αξιολογούν την ικανότητα του παιδιού, εξετάζοντας εάν το παιδί είναι ικανό να σχηματίσει άποψη για τα θέματα που θίγονται και εάν ναι, τι βάρος θα πρέπει να αποδοθεί σε αυτή την άποψη. Θα πρέπει να υπάρχει τεκμήριο υπέρ της ικανότητας του παιδιού.