Καθημερινά 13:15 - 21:00 & Σάββατο 9:00 - 14:00

Λεωφόρος Κηφισίας 185, Μαρούσι, Τ.Κ. 15124

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Για να πούμε ότι ένα παιδί λέει ψέματα χρειάζεται να είναι σε θέση να αναγνωρίζει την πραγματικότητα, να έχει αναπτυχθεί επαρκώς γνωστικά. Τα ψέματα των παιδιών είναι ένδειξη γνωστικής ανάπτυξης και επάρκειας. Αποτελεί μια υγιή αναπτυξιακή φάση το γεγονός ότι όλα τα παιδιά ξεκινούν να χρησιμοποιούν μικρά ψέματα ή μπορεί να οδηγηθούν στην κλοπή αντικειμένων, στο πλαίσιο της ασυνείδητης αρχικά ανακάλυψης του εσωτερικού τους εαυτού (εσωτερική δύναμη) και της ανάπτυξης της εικόνα εαυτού (Εγώ) με αποτέλεσμα να νιώθουν ότι έχουν την δύναμη να ελέγξουν και να εξουσιάσουν στο περιβάλλον τους (κυρίως όσον αφορά τα γονεϊκή τους πρότυπα). Παρόλα αυτά, όταν τα ψέματα κυριαρχούν σε μεγάλη έκταση και οδηγούνται σε μεγάλα ψεύδη με αντίκτυπο στις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους (γονείς, συνομήλικοι) ή προχωρούν και σε μεγαλύτερα αναπτυξιακά στάδια (σχολική - τελευταίες τάξεις Δημοτικού, εφηβική ηλικία), τότε είναι σημαντική η παρέμβαση του γονέα. 

Τα ψέματα ξεκινούν σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της ομιλίας. Τα ψέματα προϋποθέτουν ότι:

α) Τα παιδιά κατανοούν τι σκέφτονται οι άλλοι, ότι γνωρίζουν αυτό που οι άλλοι ξέρουν και αυτό που δεν ξέρουν, μια ικανότητα που έχει αποδοθεί με τον όρο «θεωρία του νου». Τα παιδιά που υπερτερούν στη «θεωρία του νου» είναι επίσης καλύτερα στα ψέματα. Η θεωρία του νου εμφανίζεται κατά το 4ο έτος.

β) Τα παιδιά μπορούν να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα και να αποφεύγουν παρακάμπτουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Πρόκειται για μια εκτελεστική λειτουργία. Ως αποτέλεσμα αυτής της ικανότητας, τα παιδιά αυτά σημειώνουν μεγαλύτερη σχολική επιτυχία και έχουν περισσότερους φίλους

Η γνωστική επάρκεια ως προς αυτό τον τομέα αναδύεται σε γενικές γραμμές μετά τα 3-4 χρόνια και εμπλουτίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου, ώστε να αποκτήσει μια σαφέστερη μορφή κατά την περίοδο των σχολικών χρόνων, όταν δηλαδή το παιδί αρχίζει να φοιτά στο δημοτικό σχολείο.

 

Γιατί όμως τα παιδιά λένε ψέματα; 

Ξεκινώντας από την προσχολική περίοδο, τα παιδιά λένε ψέματα γιατί δυσκολεύονται να παραδεχτούν τα λάθη τους και να αναλάβουν την ευθύνη κάποιου «παραπτώματός» τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, όταν το μικρό παιδί ερωτάται από τον γονιό για μια ζημιά, τότε την αρνείται ή επιρρίπτει την ευθύνη σε κάποιον ή κάτι άλλο: Δεν το έκανα εγώ. Δεν έσπασα εγώ το βάζο. Η γάτα το έσπασε.

 

Συχνά επίσης τα ψέματα χρησιμοποιούνται από τα παιδιά για να ξεφύγουν από κάποια δυσκολία στις σχέσεις τους με τους άλλους. Ένα παιδί που δυσκολεύεται στις κοινωνικές συναθροίσεις ή που δεν έχει καλεστεί στα γενέθλια ενός φίλου του, όταν ερωτηθεί αν θα πάει, απαντά: «Δε θα πάω στο πάρτι του φίλου μου/της φίλης μου γιατί δε με αφήνει η μαμά μου».

Είναι σύνηθες τα παιδιά να υπεργενικεύουν μία απλή παρατήρηση που τους γίνεται από έναν ενήλικα για ένα απλό και συγκεκριμένο παράπτωμα και να την ανάγουν σε αρνητική κριτική με στόχοτην εν γένει αναξιότητά τους και με αποτέλεσμα την απόρριψη. Ως συνέπεια αυτής της υπεργενίκευσης, για να προστατεύσουν το Εγώ τους, λένε ψέματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «ψέματα άμυνας».

Επίσης οι μεγάλοι που περιμένουν πάρα πολλά από τα παιδιά ή έχουν υπέρμετρες προσδοκίες από αυτά συχνά τα οδηγούν με τη στάση τους να λένε ψέματα. Για παράδειγμα, το παιδί που έχει επιφορτιστεί με τις προσδοκίες των γονιών του για υψηλή επίδοση και πρωτιά είναι πολύ πιθανό να δηλώσει ότι ήρθε πρώτο στον αθλητισμό ή ότι πήρε άριστα στο σχολείο, επειδή δε θέλει να απογοητεύσει τους γονείς τους ή να βιώσει την απόρριψη από έναν αυταρχικό ή τιμωρητικό γονιό.

Τα παιδιά αυτά βιώνουν συναισθήματα ανασφάλειας, μειονεξίας και καταφεύγουν σε ψέματα για να συγκαλύψουν αυτή τους την ανασφάλεια. Τα ψέματα που προκύπτουν από τον παραπάνω λόγο αναμφίβολα υποδηλώνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη αυτοπεποίθησης.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας τα ψέματα είναι συνήθως φυσικά και καθόλου κατακριτέα, διότι τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Έτσι δεν πρόκειται για ψέματα με την πραγματική έννοια της λέξης. Ένα παιδί θα πρέπει να κατηγορηθεί ότι ψεύδεται όταν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος και όταν σκόπιμα προσπαθεί να αποκρύψει ή να διαστρεβλώσει την αλήθεια.

Ακόμη και μετά την προσχολική περίοδο χρειάζεται να επιδείξουμε ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το ευφάνταστο παιδί, το παιδί με την πλούσια και δημιουργική φαντασία από το παιδί που λέει ψέματα. Και ας μην ξεχνάμε ότι ψέμα δεν είναι μόνο η παραποίηση της αλήθειας αλλά και η απόκρυψή της.

Επιπλέον, πολλά παιδιά καταφεύγουν στα ψέματα όταν αντιλαμβάνονται τον θυμό του γονέα με αποτέλεσμα να βιώνουν την προσοχή του, έστω και αρνητική, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύεται το ψέμα, επιδιώκοντας το παιδί μεγαλύτερη προσοχή.

 

Έτσι λοιπόν, ένα παιδί καταφεύγει στο ψέμα, όταν θέλει να τραβήξει την προσοχή σας. Αν πολλές φορές που το παιδί σας έχει προσπαθήσει να σας μιλήσει, έχει βρεθεί αντιμέτωπο με την κούραση ή την αδιαφορία σας, αν έχετε υποβιβάσει αυτό που το παιδί σας θέλει να σας πει ή αυτό που το απασχολεί, τότε χρειάζεται να πει κάτι πιο "σοβαρό" για να του δώσετε την απαιτούμενη προσοχή. Μην ξεχνάτε ότι το παιδί σας χρειάζεται το χρόνο και την προσοχή σας για να αισθάνεται άνετα να σας μιλήσει και να σας πει όσα τον απασχολούν.

Ένας άλλος λόγος που το παιδί μπορεί να χρησιμοποιεί το ψέμα είναι γιατί θέλει να δείξει πόσο ικανό είναι και να σας κάνει να αισθανθείτε περήφανοι. Αν σας έχει ακούσει να παινεύεται την αδερφή του, τον ξάδερφο του, ή το φίλο του το Γιωργάκη, που έπαιξε καταπληκτικό ποδόσφαιρο την Κυριακή, τότε θέλει να πάρει και αυτό έναν καλό λόγο ή μια καλή κουβέντα για την προσπάθεια ή την επίδοσή του. 

Επιπλέον, τα παιδιά χρησιμοποιούν το ψέμα για να γλιτώσουν την γκρίνια ή την τιμωρία των γονιών τους. Ένας κακός βαθμός στο σχολείο μπορεί να καλυφθεί από το πόσο δύσκολη ήταν η άσκηση ή από το πόσο κουρασμένο αισθάνεται το παιδί. Μπορεί παράλληλα να κρύβει μια δυσκολία, την οποία το παιδί δεν θέλει να αντιληφθείτε. Στην περίπτωση αυτή μην αποπάρετε την προσπάθεια του παιδιού αυτή να καλυφθεί, αλλά φροντίστε να είστε συμπονετικοί απέναντί του και να δείξετε ενδιαφέρον για αυτή του τη δυσκολία, η οποία με τη βοήθειά σας θα καλυφθεί. 

Ψέματα για να αποφύγουν τα παιδιά μια σκανταλιά δεν θα πρέπει να τιμωρούνται, καθώς θα φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα και θα διδάξουν το παιδί ότι μπορεί με μια καλύτερη ιστορία να τη γλιτώσουν την επόμενη φορά. Ακόμα κι αν αντιληφθούμε ότι το παιδί έκανε μια σκανταλιά, μπορούμε να το βοηθήσουμε να το μετανιώσει ή να δει ότι έκανε κάτι λάθος. 

Τέλος, τα ψέματα είναι ένα όπλο στα χέρια των παιδιών για να γλιτώσουν από κάτι που τους δυσκολεύει ή τους ζορίζει. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να αναφέρει γεγονότα διαστρεβλωμένα για τη δασκάλα του στο σχολείο, επειδή εκείνη το ζορίζει και έχει απαιτήσεις από εκείνον. Σε μια άλλη περίπτωση, τα παιδιά μπορεί να πουν ψέματα ότι ένας φίλος του τα χτυπάει για να μην παίξουν μαζί του, επειδή εκείνος είναι καλύτερος στο κυνηγητό ή στο κρυφτό. 

Σημασία έχει να φιλτράρετε οποιοδήποτε από τα ψέματα του παιδιού σας, για να μην φέρνετε τους γύρω σας σε δύσκολη θέση ή προβληματίζεστε περισσότερο. 

Κάθε γονιός – σε όποιο αναπτυξιακό στάδιο κι αν ανήκει το παιδί του– χρειάζεται να προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα: Γιατί το παιδί μου λέει ψέματα;. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά μιμούνται τη συμπεριφορά των γονιών τους και συνήθως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο γι’ αυτά να ξεχωρίσουν τα ψέματα από τα «κατά συνθήκη ψεύδη».

 

Η στάση των γονιών, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τα ψέματα των παιδιών, χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και ετοιμότητα. Αν οι γονείς θορυβηθούν και ανησυχήσουν υπερβολικά, τότε δε θα βοηθήσουν τα παιδιά τους. Πρωτίστως χρειάζεται να αφουγκραστούν το παιδί τους και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τις ανάγκες τους και να αντιληφθούν τι κρύβεται πίσω από το ψέμα και τι προσπαθεί να μας πει το παιδί.

Στη συνέχεια είναι σημαντικό να μπορέσουν να συζητήσουν μαζί του, χωρίς να το επικρίνουν ή να το ειρωνευτούν. Αυτονόητο είναι ότι, αν χρησιμοποιούν την τιμωρία, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να οδηγήσουν το παιδί στο να καταφεύγει ακόμη περισσότερο στα ψέματα για να γλιτώνει την απόρριψη, τις επικρίσεις και τις τιμωρίες. Αντιθέτως, αν επιβραβεύσουν το παιδί για το ότι παραδέχεται το ψέμα του, τότε αυτή τους η συμπεριφορά θα επιφέρει θετικά αποτελέσματα.

Επίσης η φράση «λες ψέματα», επειδή ενέχει την επίκριση, δεν επιδεικνύει σεβασμό, καθιστά το παιδί αμυνόμενο και δεν το βοηθά να αναλάβει την ευθύνη του όποιου λάθους διέπραξε. Αντ’ αυτής προτιμότερη είναι η φράση «θα ήθελα να μου πεις την αλήθεια» ή «θα ήθελα να ακούσω τα γεγονότα όπως πραγματικά έγιναν. Αν δεν είσαι τώρα έτοιμος/η, σκέψου το όσο θέλεις, μπορώ να περιμένω».

Ας μην ξεχνάμε ότι οι γονείς αποτελούν πρότυπο προς μίμηση για τα παιδιά, γι’ αυτό χρειάζεται να επιδεικνύουν τη συμπεριφορά που επιθυμούν να επιδείξουν και τα παιδιά τους. Η συμπεριφορά τους χρειάζεται να υπαγορεύεται από την αξία της ειλικρίνειας και την ανάληψη της ευθύνης, προϋποθέσεις απαραίτητες και αναγκαίες για τη διαμόρφωση της συναισθηματικής νοημοσύνης γονιών και παιδιών.

Είναι σημαντικό να εξηγήσετε στο παιδί σας πόσο σημαντική είναι η αλήθεια για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Ξεκάθαρο βέβαια πρέπει να είναι και το πόσο σπουδαίο είναι για εσάς τους γονείς να γνωρίζετε όλα όσα πραγματικά το απασχολούν και να σας εμπιστεύεται κι εκείνο όσο το δυνατόν περισσότερο. 

 

Εξηγείστε του τα μειονεκτήματα της εξαπάτησης

Μερικά παιδιά λένε ψέματα από ανασφάλεια, επινοώντας ευφάνταστες ιστορίες σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν τη δημοτικότητά τους, στο πλαίσιο της ανασφάλειας και χαμηλής εικόνας εαυτού. Το να τιμωρήσετε ένα ανασφαλές παιδί σαν κι αυτό, είναι πιθανό να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Αντί να τσακωθείτε, βεβαιωθείτε ότι το παιδί σας καταλαβαίνει τι θα συμβεί, αν οι άλλοι καταλάβουν ότι λέει ψέματα. Ρωτήστε το: «Τι θα συμβεί αν οι φίλους σου ανακαλύψουν το ψέμα σου;» Οι συνέπειες ενός ψέματος, έστω και ακίνδυνου, σαν κι αυτό, μπορεί να είναι προφανείς στους μεγάλους. Στα παιδιά όμως χρειάζεται πάντα υπενθύμιση ότι το ψέμα συνήθως προκαλεί περισσότερο κακό από ό,τι καλό - και ότι, αν παραποιούν σήμερα την αλήθεια, θα υποστούν τις συνέπειες αύριο.


Επιβραβεύστε την ειλικρίνεια

Όταν ένα παιδί πει ψέματα για να καλύψει κάποιο λάθος του ή μια ανάρμοστη συμπεριφορά, συνήθως υπερεκτιμούμε την πράξη του. Για να ενθαρρύνουμε την ειλικρίνεια όμως , η επιβράβευση είναι συχνά καλύτερη από την τιμωρία.

 

Τακτοποιείτε το δωμάτιο του παιδιού σας όταν ανακαλύπτετε ανάμεσα στα πράγματά του ένα παιχνίδι που είστε σίγουροι ότι δεν του ανήκει. Επιστρέφοντας από τα ψώνια μαζί του καταλαβαίνετε ότι το παιδί σας πήρε πράγματα που δεν πέρασαν ποτέ από το ταμείο. Η ανακάλυψη της κλοπής από ένα  παιδί αποτελεί πάντα ένα «χτύπημα» ακόμα και για τον πιο ψύχραιμο γονέα!

Η χρήση, ωστόσο, του όρου κλοπή από τα παιδιά με την έννοια που της αποδίδουν οι ενήλικοι, θέλει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι μια συμπεριφορά άμεσα εξαρτώμενη από την ηλικία τους. Ένα παιδί θα πρέπει πρώτα «να έχει περάσει από ορισμένες φάσεις εξέλιξης, πριν αποδώσουμε στον όρο κλοπή διαγνωστική σημασία», και ιδίως όταν πρόκειται για μια συμπεριφορά που συνεχίζεται. Γνωρίζουμε, ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας λειτουργούν παρορμητικά και ότι διακατέχονται από μια έντονη ανάγκη να ικανοποιούν άμεσα τις επιθυμίες τους, ενώ η ικανότητά τους να ανέχονται τη ματαίωση, και κατ’ επέκταση τη μη άμεση εκπλήρωση των αναγκών τους, είναι ακόμα υπό διαμόρφωση. Διακρίνονται από ένα είδος «αδηφαγίας» που συνδέεται τόσο με την ανάγκη τους να οικειοποιούνται αυτόματα όλα όσα τα ευχαριστούν και να αποδιώχνουν καθετί το δυσάρεστο, όσο και με την ελλιπή ακόμα ικανότητά τους να διακρίνουν τον εαυτό τους ως κάτι ξεχωριστό από τους άλλους.  

Στο μικρό παιδί τα όρια μεταξύ του εαυτού του και της μητέρας του δεν είναι τόσο σαφή και γι’ αυτό με την ίδια ευκολία που ένα νήπιο παίζει με τα μαλλιά της μητέρας του και της δίνει να δοκιμάσει από το φαγητό του, με άλλη τόση ευκολία ψαχουλεύει μέσα στη τσάντα της και αφαιρεί αντικείμενα από αυτήν «ως εάν» ήταν δικά του. Σε αυτή τη φάση, προσανατολίζεται, κυρίως στην προστασία από «εξωτερικές απειλές» αυτών που θεωρεί ότι του ανήκουν (το σώμα του, το σώμα της μητέρας του, τα παιχνίδια του) ώστε να μπορέσει να δομήσει καλύτερα την ταυτότητά του και να αυτονομηθεί. Τα παιδιά «ξέρουν καλά τι σημαίνει να σε κλέβουν πολύ πριν μάθουν να σέβονται την ιδιοκτησία του άλλου». Χρειάζεται να διανύσουν αρκετό δρόμο μέχρι να κατορθώσει το περιβάλλον τους να τους εμφυσήσει τις απαραίτητες αρχές της τιμιότητας που θα τα αποτρέπουν από το να συμπεριφέρονται αποκλειστικά υπό το κράτος της «αδηφαγίας» και των τάσεων  κατοχής, συλλογής και συσσώρευσης.

Σταδιακά, γύρω στα 5 με 7 έτη, οι αρχές αυτές αρχίζουν να αφομοιώνονται καλύτερα από τα παιδιά και τους γίνεται πιο σαφές ότι είναι λάθος να παίρνουν αντικείμενα από κάποιον άλλον χωρίς να έχουν ζητήσει την άδειά του. Κατανοούν, λοιπόν, ότι αυτή η πράξη αποτελεί κλοπή και είναι μια απαγορευμένη και ανέντιμη συμπεριφορά που συνήθως συνδέεται με αρνητικές συνέπειες για αυτόν που την εκτελεί, που μπορεί να πληγώσει τους άλλους και που έρχεται σε αντίθεση με τις ηθικές αρχές που τους έχει μεταδώσει η οικογένεια.

Παρατηρείται ωστόσο, πως η κλοπή, ακόμα και σε παιδιά σχολικής ηλικίας, δεν είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Είναι γενική διαπίστωση ότι σε αυτές τις ηλικίες η κλοπή δεν έχει τόσο «υλιστική» διάσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις οικογενειών που λειτουργούν «εντός νόρμας» ως προς τις ηθικές αρχές που μεταδίδουν στα παιδιά τους, η κλοπή μοιάζει να μην είναι αποτέλεσμα κάποιας οικονομικής δυσχέρειας που βιώνει το παιδί στο άμεσο περιβάλλον του. Τα παιδιά συνήθως κλέβουν πράγματα τα οποία ήδη έχουν ή θα μπορούσαν να αποκτήσουν. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως όταν η κλοπή διαπράττεται από ένα παιδί ή έναν έφηβο που μεγαλώνει σε μια σχετικά «ψυχικά υγιή» οικογένεια και που έχει τη χρονολογική και νοητική ωριμότητα ώστε να διακρίνει το σωστό από το λάθος, αποτελεί μια πράξη που πιθανόν να σηματοδοτεί μια δυσκολία του σε συναισθηματικό επίπεδο. Μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχουν αλλαγές στη ζωή του παιδιού που να βιώνει με τραυματικό τρόπο, όπως μια μετακόμιση, ένα διαζύγιο, ο ερχομός ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κλοπή μοιάζει σαν μια ασυνείδητη προσπάθειά του να τραβήξει την προσοχή των μεγάλων, να εκφράσει τον θυμό του σε σχέση με όσα γίνονται και να διεκδικήσει πίσω αυτό που θεωρεί ότι έχει χάσει λόγω των αλλαγών.  

Υπάρχουν εντούτοις και πιο σοβαρές περιπτώσεις κλοπών που μπορεί να συνδέονται με βαθύτερες δυσκολίες του παιδιού, όπως οι «χαλαροί» κανόνες αναφορικά με την έννοια της ιδιοκτησίας που μεταδίδει η ίδια η οικογένεια και η έλλειψη σωστής διαπαιδαγώγησης γύρω από τις έννοιες της τιμιότητας, του σεβασμού και των ορίων γενικότερα.

 

Στην περίπτωση των εφήβων δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η ανάγκη τους να ανήκουν σε μια ομάδα συνομήλικων που να τους ωθεί στην υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών, όπως η κλοπή, καθώς αυτές φαίνεται να «εξασφαλίζουν» την ένταξή τους και αποδοχή σε μια παρέα. Δεν αποκλείεται, ορισμένες φορές, η κλοπή στους εφήβους να συνδέεται και με εξαρτήσεις (π.χ. κάπνισμα, ναρκωτικά, τζόγος).

Στις πιο ανησυχητικές περιπτώσεις κλοπών παρατηρούνται παιδιά ή έφηβοι που δείχνουν να μην έχουν αναπτύξει επαρκώς την ικανότητα της ενσυναίσθησης. Αδυνατούν, δηλαδή, να μπουν στη θέση του θύματος, να κατανοήσουν πως βιώνουν οι άλλοι τις πράξεις τους και να νοιώσουν ενοχές. Παρουσιάζουν αυτό που ονομάζουμε αντικοινωνικές τάσεις. Αναφερόμενος στη θεωρία του Winnicott, o Abram (2002) υποστηρίζει πως οι αντικοινωνικές τάσεις συνδέονται με αποτυχίες του περιβάλλοντος στη φροντίδα του παιδιού. Πρόκειται για παιδιά που κατά την πρώτη φάση της ζωής τους, όταν ήταν σε απόλυτη εξάρτηση από τους ενήλικες, έλαβαν μια σχετικά επαρκή και ικανοποιητική φροντίδα, την οποία όμως, για διάφορους λόγους, έχασαν ενώ ακόμα την είχαν ανάγκη, έστω και σχετικά. Η τραυματική και πρόωρη απώλεια κάτι «καλού» που το παιδί έχει ακόμα ανάγκη φαίνεται να οδηγεί στην τάση «να θέλει να το πάρει πίσω», «να κλέψει» αυτό που θεωρεί ότι οι άλλοι έχουν, ενώ εκείνο το είχε, αλλά μετά το έχασε. Η κλοπή «είναι ένα σημάδι ελπίδας, από την πλευρά του ατόμου, ότι θα αποκτήσει ξανά την καλή εμπειρία από την εποχή που η απώλεια δεν είχε ακόμα συμβεί». Υπό αυτή την έννοια η κλοπή, όσο και εάν είναι μια δυσάρεστη εμπειρία για αυτούς που την υπόκεινται, αποτελεί ένδειξη ότι ο θύτης δεν έχει ακόμα παραιτηθεί,  αλλά ότι ελπίζει σε κάτι «καλό» που προσπαθεί όμως να αποκτήσει με λανθασμένο τρόπο.

Ανεξάρτητα ωστόσο, από τους λόγους που μπορούν να οδηγούν ένα παιδί ή έναν έφηβο στην κλοπή, είναι πάντα καίριας σημασίας να μην υποβαθμίζεται ως γεγονός όταν συμβαίνει.

 

Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι γονείς όταν αντιληφθούν ότι το παιδί τους κλέβει;

 

1. Εξηγήστε στο παιδί γιατί είναι λάθος να κλέβουμε, ποια είναι διαφορά του «δανείζομαι» από το «παίρνω κάτι χωρίς άδεια», γιατί είναι σημαντικό να υπάρχει εμπιστοσύνη στις σχέσεις και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει για το ίδιο να κλέβει (πχ., να τιμωρηθεί, να χάσει φίλους, να αποκτήσει κακή φήμη στο σχολείο, να υπάρξουν νομικές κυρώσεις).

2. Καλλιεργήστε την έννοια του σεβασμού της ξένης ιδιοκτησίας όντας και οι ίδιοι θετικό πρότυπο για το παιδί σας. Για παράδειγμα, αποφεύγετε να παίρνετε χωρίς να πληρώσετε πράγματα, έστω και ασήμαντης αξίας, που κανονικά δεν θα έπρεπε (π.χ., πετσέτες από ξενοδοχεία, γραφική ύλη από τον χώρο εργασίας σας).    

3. Καλλιεργήστε στο παιδί την έννοια της ενσυναίσθησης, μέσα από τη δική σας πάγια στάση κατανόησης των δικών του συναισθήματων, αλλά και μέσα από τη συζήτηση. Βοηθήστε το μέσα από υποθετικά σενάρια κλοπής δικών του πραγμάτων, να μπει στη θέση του θύματος.

4. Παροτρύνετε το παιδί να επανορθώσει για αυτό που έκανε. Προτείνεται να επιστρέψει τα κλοπιμαία και να ζητήσει συγνώμη στο θύμα ή να τα αγοράσει εκ νέου σε περίπτωση που τα έχει ήδη καταστρέψει, χρησιμοποιώντας κατά προτίμηση τις οικονομίες του ή έστω συμμετέχοντας και το ίδιο στα έξοδα. Συνοδέψτε το παιδί, εάν χρειάζεται, σε περίπτωση που η κλοπή έλαβε χώρο σε κάποιο κατάστημα, πιθανά έχοντας συννενοηθεί εκ των προτέρων με κάποιον αρμόδιο, ώστε να διευκολύνει το παιδί στην όλη διαδικασία αποκατάστασης.

5. Συζητήστε με το παιδί με ψυχραιμία γύρω από τους λόγους που μπορεί να το οδήγησαν στην κλοπή και προσπαθήστε να βρείτε μαζί του λύσεις ώστε να μην ξανασυμβεί. Για παράδειγμα, εάν καταλάβετε ότι το παιδί έκλεψε για να γίνει αποδεκτό σε μια παρέα, συζητήστε μαζί του σχετικά με το πως μπορεί να ορθώνει το ανάστημά του και να λέει όχι στους φίλους του.

6. Προσπαθήστε να συνδέσετε τη συμπεριφορά του με πιθανές αλλαγές στη ζωή του που πιθανά να το επιβαρύνουν συναισθηματικά και σκεφτείτε τρόπους για να το ανακουφίσετε. Πιθανόν η αφιέρωση περισσότερου ποιοτικού χρόνου στο παιδί και η παροχή απλών εξηγήσεων για κάποιες καταστάσεις που ίσως να έχει παρερμηνεύσει να είναι αρκετές.

7. Αν επανειλλημένα το παιδί καταφεύγει σε αυτή την πράξη, είναι απαραίτητο να αναλογιστούν για ποιο λόγο το κάνει και ενδεχομένως τι μήνυμα θέλει να τους περάσει.

8. Είναι σημαντικό να βελτιώσουν την επαφή τους με το παιδί. Να του δείξουν εμπιστοσύνη. Να του μάθουν τρόπους αυτοελέγχου. Να του αναθέσουν πρωτοβουλίες και έτσι να ενισχύσουν την εικόνα που έχει για τον εαυτό του.

9. Να επισημάνουν στο παιδί ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά ονομάζεται κλοπή και τι συνέπειες υπάρχουν στον κοινωνικό τομέα, όταν η συγκεκριμένη συμπεριφορά επαναλαμβάνεται.

 

Τι πρέπει να αποφεύγουν:

  • Να το απειλούν.
  • Να το υποτιμούν ή να το προσβάλουν. 
  • Να του υιοθετούν την ταμπέλα του «κλέφτη».
  •  Να το αναγκάζουν με την αυστηρότητα τους να τους λέει ψέματα προκειμένου να κρυφτεί. Μία τέτοια εσφαλμένη αντιμετώπιση ενδέχεται να γίνει η αφορμή για επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς. 

Στόχος του Κέντρου μας

αποτελεί η άμεση και αξιόπιστη θεραπευτική παρέμβαση με στόχο την βελτίωση της δυσκολίας. Στηριζόμαστε στο ΤΡΙΠΤΥΧΟ, Θεραπευτικό Πρόγραμμα, Οικογενειακό Περιβάλλον και Σχολικό Πλαίσιο 

 

Psychostirixi.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας Καλέστε: 2114119254

Συνεργαζόμαστε με όλα τα ασφαλιστικά ταμεία