Η παραβατικότητα ή εγκληματικότητα, είναι μια μορφή κοινωνικής απόκλισης η οποία υπερβαίνει τα όρια των κοινωνικά παραδεκτών πράξεων και συνιστά παράβαση του νομικού κανόνα (πρόκληση σωματικής βλάβης, απειλή κ.α.) (Σπινέλλη, 1992). Η απόκλιση είναι έννοια ευρύτερη της παράβασης των κανόνων δικαίου, είναι έννοια με την ευρεία κοινωνιολογική της έννοια που διαφοροποιείται ανάλογα με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας. Ο όρος απόκλιση ή παρέκκλιση αναφέρεται γενικά σε μορφές συμπεριφοράς που δεν είναι μεν κοινωνικά αποδεκτές, δεν συνιστούν όμως οπωσδήποτε, παράβαση νομικού κανόνα, λ.χ. χρήση ναρκωτικών ουσιών, φυγές από τι σπίτι, σκασιαρχείο από το σχολείο, αλητεία κ.α. (Νόβα & Καλτσούνη, 2001).
Στην περίπτωση χαρακτηρισμού συμπεριφοράς των ανηλίκων διαπιστώνουμε πως οι έννοιες «απόκλιση», «παράβαση» και «έγκλημα» χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά οδηγώντας σε σύγχυση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται επιπλέον και η έννοια του «ηθικού κινδύνου», που ο προσδιορισμός της, φαίνεται ότι προκαλεί μεγαλύτερα προβλήματα. Ως «ηθικός κίνδυνος» ορίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο ανήλικος δεν έχει έλθει ακόμη σε σύγκρουση με τους νομικούς κανόνες, οι όροι όμως διαβίωσης και η εν γένει συμπεριφορά του αποτελούν ενδείξεις ότι διατρέχει τον κίνδυνο να εκδηλώσει παραβατική συμπεριφορά στο μέλλον (Σπινέλη, 1992).
Στο σημείο αυτό, είναι σκόπιμο να αναφερθεί το σημασιολογικό περιεχόμενο των όρων που αποδίδουν όψεις της ευρύτερης παρεκκλίνουσας ή παραβατικής συμπεριφοράς. Οι όροι αυτοί είναι:
α) εγκληματίας είναι αυτός που διαπράττει μια πράξη, η οποία επισύρει ποινή. β) παραβάτης είναι αυτός ο οποίος παραβαίνει έναν κανόνα δικαίου ή άλλον γ) αντικοινωνικός είναι εκείνος που με την συμπεριφορά του ή τα πιστεύω του αντιτίθεται στους συμβατικούς κανόνες, δ) παραπτωματικός είναι αυτός που υποπίπτει σε μια ελαφριάς μορφή παραβίασης των κανόνων, ε) παρεκκλίνων είναι αυτός που βγαίνει έξω από μια συμβατική ή φυσιολογική πορεία, στ) σε ηθικό κίνδυνο βρίσκεται κάποιος του οποίου η ζωή του απειλείται από άλλους, και σχετίζεται με τη συμβατική ηθική μιας δεδομένης κοινωνίας (Ιωαννίδη, 2008, σελ.12).Ο Parson (1965) αναφερόμενος στην έννοια της παρέκκλισης υποστηρίζει ότι αυτή συνιστά μια εκτροπή από τα φυσιολογικά πρότυπα, τα οποία έχουν εδραιωθεί ως συνήθης κουλτούρα και η τάση για παρέκκλιση είναι η διαδικασία συνειδητής πράξης. Ο Merton (1986) αναφέρει ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, τη συμπεριφορά η οποία αποκλίνει σημαντικά από τις νόρμες που θεσπίζονται από τους ανθρώπους στο κοινωνικό τους πλαίσιο. Ο Τhio (2003) περιγράφει ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, οποιαδήποτε συμπεριφορά η οποία θεωρείται παρεκκλίνουσα σύμφωνα με τη δημόσια ομοφωνία και κυμαίνεται από το μέγιστο βαθμό έως το ελάχιστο (Πανούσης, 1987).
Από την άλλη μεριά ο Cohen (1955) ορίζει ως περεκκλίνουσα τη συμπεριφορά, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράβαση των προσδοκιών για το κοινωνικό status και ρόλο, όπως επίσης στην παράβαση κανόνα, εφόσον η παράβαση προκαλεί αποδοκιμασία, θυμό ή αγανάκτηση (υποκρισία, αδικία, απάτη, έγκλημα, ατιμία, ανθρωποκτονία, προδοσία, διαφθορά, διατροφή και αμαρτία), ενώ η Πιτσελά, (2004, 2013), κάνει αναφορά στην κοινωνικά παρεκκλίνουσα ή αποκλίνουσα συμπεριφορά, υποστηρίζοντας ότι είναι έννοιες με αόριστο γένος, στις οποίες υπάγονται και οι πιο βαριές από άποψη έννομων αγαθών εγκληματικές συμπεριφορές. Από όσα αναφέρθηκαν προκύπτει, ότι η παρέκκλιση είναι ευρύτερη έννοια της παραβατικότητας και κατά συνέπεια η παραβατικότητα ή εγκληματικότητα είναι μορφές περικκλίνουσας συμπεριφοράς, οι οποίες μεταξύ άλλων συνιστούν παραβίαση θεσμοθετημένων κανόνων δικαίου.
Το περιεχόμενο του όρου ανήλικη ή νεανική παραβατικότητα θα μπορούσε να συνδεθεί με τις έννοιες της επιθετικότητας της βίας και της επικινδυνότητας. Εξετάζεται, δηλαδή, κατά πόσο η κοινωνία αξιολογεί και προσδιορίζει μια πράξη στην οποία ενυπάρχει η επιθετικότητα και η βία ως επιβλαβή για τη διατήρηση των κυρίαρχων ιδεών, απόψεων, αξιών και ως εκ τούτου κατά πόσο τη θεωρεί παράβαση γραπτών ή και άγραφων νόμων, ώστε τελικά να την τιμωρεί (Νόβα – Κλατσούνη 2001). Ο όρος νεανική παραβατικότητα (Juvenile Delinquency) αναπτύχθηκε στην Αγγλία το έτος 1815 με την ίδρυση του R.Bedford μιας εταιρίας για την πρόληψη της παραβατικότητας των Ανηλίκων (Ζαραφωνίτου, 1995). Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Σε αυτό το σημείο είναι καλό να διευκρινιστεί ότι, όταν γίνεται αναφορά σε ανηλίκους (δηλαδή, ηλικίας από 8 έως 18 ετών), οι οποίοι διέπραξαν αξιόποινη πράξη, χρησιμοποιείται ο όρος «παραβάτης» του νόμου, αντί του όρου «εγκληματίας», προκειμένου να αποφευχθεί η χρήση ορολογίας η οποία θα ήταν δυνατόν να προκαλέσει ή να επιφέρει στιγματισμό των ανηλίκων παραβατών όπως συμβαίνει με το όρο «εγκληματίας» (Κουράκης 2004). Ο όρος «παραβατικότητα» των ανηλίκων που υιοθετήθηκε για να αντικαταστήσει τον αρνητικά φορτισμένο όρο «εγκληματικότητα» (και συνακόλουθα να αποφευχθεί ο στιγματισμός του ανηλίκου), στην ουσία διεύρυνε την επιβολή μέτρων κατά των ανηλίκων. Σηματοδοτεί δε τη συμπεριφορά που παραβαίνει τα κοινωνικά ανεκτά όρια και τους κοινωνικούς κανόνες (Τσιάντης, 1994). Εξάλλου, η καθιέρωση του όρου «παραβατικότητα» υπενθυμίζει σε όλους όσους έρχονται σε επαφή με ανηλίκους που έχουν δείξει μια «παραβατική συμπεριφορά», ότι ο ανήλικος παραβάτης δεν είναι ώριμος εγκληματίας. Επομένως, όλοι οι εφαρμοστές των ποινικών νόμων στηρίζονται στις κοινωνικο - ψυχολογικές αντιλήψεις που αφορούν αυτή τη ξεχωριστή ομάδα ηλικιών και όχι αυτές που αφορούν τους ώριμους εγκληματίες (Δημητρόπουλος & Παππά, 1993; Πιτσελά, 2013).
Η Σπινέλη ορθώς πρότεινε την αντικατάσταση του όρου ανήλικοι εγκληματίες με τον όρο ανήλικοι παραβάτες (Harris & Welse, 2000; Βόλτσης, 2007). O όρος αυτός προσφέρεται διότι αφορά στην αντικειμενική αντίθεση προς τον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, δεν περιέχει κατ ́ ανάγκη καταλογισμό και επιπροσθέτως δεν έχει αρνητική φόρτιση, σε σχέση με τον όρο εγκληματίας. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Μπεζέ, η οποία υιοθετεί τους όρους παράπτωμα, παραβατικότητα ανηλίκων, ανήλικοι παραβάτες ή παραπτωματίες (σε Hess & Drowns, 2000; Μπεζέ, 1986).
Σχετικά με τον όρο παραβατικότητα, οι ανήλικοι λόγω μειωμένου καταλογισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άτομα που δρουν ενσυνείδητα με πλήρη βούληση αφού ακόμα βρίσκονται σε φάση διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους και ουσιαστικά δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 ΠΚ1, που απαιτεί την ύπαρξη καταλογισμού. Επιπλέον, η χρήση του όρου «εγκληματικότητα» μπορεί να επιδράσει αρνητικά στον ανήλικο και να αποτελέσει τροχοπέδη στην ομαλή ανάπτυξή του και την κοινωνική του επανένταξη λόγω της στιγματιστικής λειτουργίας της έννοιας «εγκληματίας» στον ψυχισμό του δεδομένου ότι από τη στιγμή που ο ανήλικος χαρακτηριστεί από ένα θεσμό όπως για παράδειγμα, Δικαστήριο, οικογένεια κ.λπ., ως «εγκληματίας», αρχίζει να αντιμετωπίζεται πλέον με σκεπτικισμό και άρνηση (Φαρσεδάκης, 2005).
Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, έγκλημα ορίζεται κάθε πράξη που τιμωρείται από τον ποινικό νόμο. Αντίθετα παραβατική συμπεριφορά θα λέγαμε ότι είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα και η διαδικασία δημιουργίας συμπεριφοράς, βάσει τέτοιων κοινωνικών και πολιτισμικών ερμηνειών και νοημάτων που αποκλίνουν από το νόμιμα καθιερωμένο και συμβατό, κοινωνικά έννομο και αποδεκτό. Με τον όρο παραβατικότητα χαρακτηρίζουμε τη συμπεριφορά εκείνη που στοχεύει στην παραβίαση τυπικών και άτυπων κανόνων. Οι μορφές της μπορεί να είναι από ανώδυνες (λ.χ. παραβιάσεις του κώδικα ποινικής δικονομίας, αρπαγές τσαντών κ.α.) έως σοβαρές (λ.χ. ανθρωποκτονίες, εγκλήματα κατά της ζωής κ.α.) (Αρακά, 2008).
Ο όρος, λοιπόν, παραβατική συμπεριφορά με τις ποικίλες συνιστώσες της και βαθμούς εκδήλωσης εκφράζει την απόκλιση και αντικοινωνική συμπεριφορά των ανηλίκων ατόμων. Η συμπεριφορά αυτή δεν λαμβάνει πάντοτε την μορφή αξιόποινης εγκληματικής πράξης, ενώ σε μεγάλη έκταση δεν αποκαλύπτεται και δεν καταγγέλλεται από τα θύματά της, από τις οικογένειες των δραστών και το κοινωνικό περιβάλλον (Μαυρογιάννης, 2003). Ωστόσο, διαχρονικά στις διάφορες κοινωνίες επαυξάνεται ο εγκληματικός χαρακτήρας της, είτε αυτή αποκαλύπτεται κατ ́ έγκλιση των θυμάτων είτε προκύπτει από αυτεπάγγελτη δίωξη των αρμοδίων οργάνων. Αυτό βέβαια και στις δυο περιπτώσεις, συμβαίνει σπάνια γιατί το περιβάλλον εντός του οποίου διαπράττονται οι αξιόποινες πράξεις (οικογένεια, σχολείο, τοπική κοινωνία) αποκρύπτει και συγκαλύπτει αυτή τη παράνομη συμπεριφορά λόγω ένοχης συνυπευθυνότητας (οικογένεια), προβαλλόμενης αναρμοδιότητας (σχολική κοινότητα), ανεύθυνης στάσης της τοπικής κοινωνίας και καιροσκοπικής πολιτικής των λοιπών φορέων κοινωνικοποίησης των ατόμων (Σπινέλη, 1985). Τα αδικήματα που διαπράττουν οι ανήλικοι, έχουν πολλές και ποικίλες συνέπειες τόσο στο κοινωνικό σύνολο όσο και στο πρόσωπο του παραβάτη και στις σχέσεις του με την κοινωνία. Αποτελούν μια εκδήλωση της κοινωνικής ζωής, η οποία δυσκολεύει την κοινωνική συμβίωση και προκαλεί την αντίδραση της κοινωνίας προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους που προέρχονται από τις παραβατικές πράξεις (Παπακωνσταντής, 2006).
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη διαχείριση της παραβατικότητας σχετίζεται και με τη γνώση της έκτασης του φαινομένου. Πολλές εκδηλώσεις παραβατικής συμπεριφοράς δεν γίνονται γνωστές αφού δεν καταγράφονται στα στατιστικά δεδομένα και δεν αντιμετωπίζονται. Η παραβατικότητα που γίνεται γνωστή, που αποκαλύπτεται, που καταχωρίζεται στους στατιστικούς πίνακες τόσο της Αστυνομίας όσο και των ποινικών Δικαστηρίων είναι η εμφανής. Μάλιστα, όταν προκύπτει μετά την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων από τα Δικαστήρια και την καταδίκη των θεωρηθέντων ως δραστών παραβατικών πράξεων, χαρακτηρίζεται ως ένδικη ή δικαστικά διαπιστούμενη παραβατικότητα (Φαρσεδάκης, 1996). Η «αφανής ή άδηλη» παραβατικότητα ανηλίκων είναι ο λεγόμενος «σκοτεινός αριθμός» παραβατών ανηλίκων, ο οποίος δεν καταγράφεται από την Αστυνομία και την Εισαγγελία και καλύπτει φαινόμενα που δεν δηλώνονται ή που δεν αποκαλύπτονται και βέβαια δεν καταχωρούνται σε στατιστικούς πίνακες. Αφορά δε ένα μεγάλο αριθμό τέλεσης αξιόποινων πράξεων από ανήλικους παραβάτες, που λαμβάνει χώρα σε σχολικό ή μη περιβάλλον (Δημητρόπουλος & Παππά, 1993).
Είτε, λοιπόν, μιλήσουμε από τη νομική σκοπιά για «παράβαση του νόμου», είτε από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας για «παράβαση του κοινωνικού κανόνα», είτε από τη πλευρά της κοινωνικής ψυχολογίας για «κοινωνική απροσαρμοστικότητα», είτε τέλος, από την πλευρά της ψυχοπαθολογίας για «έκφραση κάποιων ψυχολογικών δυσκολιών ή ακόμα και ψυχοπαθολογικών διαταραχών», πάντα υπάρχει η σχέση ατόμου - κοινωνίας (Μπεζέ, 1985).
Από την παραπάνω εισαγωγή, γίνεται καταφανής η προβληματική που σχετίζεται με την ορολογία και τις σχετικές έννοιες του φαινομένου της ανήλικης παραβατικότητας. Η πολυπλοκότητα των όρων καθώς και η αφετηρία εκκίνησης των διάφορων επιστημόνων οι οποίοι ασχολούνται με αυτούς, καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διατύπωση ενός ενιαίου ορισμού κοινής αποδοχής.
Με αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο το Δίκαιο Ανηλίκων αντιμετωπίζει τους ανήλικους παραβάτες στη βάση αποφυγής του στιγματισμού τους και πριν παρατεθούν οι κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις για την ανήλικη παραβατικότητα, καθώς και τα βασικά αίτια και τους παράγοντες που συνδέονται με την αντικοινωνική συμπεριφορά τους, όπως αυτοί επισημαίνονται και από τους Επιμελητές Ανηλίκων δεν θα πρέπει να παραλειφθεί να αναφερθεί στο τι ορίζεται στην βιβλιογραφία ως ανήλικος παραβάτης.
Ο όρος «παραβάτης» χαρακτηρίζει εκείνο το άτομο το οποίο υιοθετεί και εκδηλώνει παραβατική συμπεριφορά, δηλαδή, παραβαίνει έναν κανόνα, κάποιες αξίες, χωρίς η παράβαση αυτή να περιέχει πάντα αμφισβήτηση ή ενδιαφέρον του δράστη για την ανατροπή του κανόνα (παράβαση του ποινικού κώδικα, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, εγκλήματα κατά της τιμής, προσβολή εξουσίας, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, κατά περιουσιακών δικαίων κ.α.) (Δημητρόπουλος & Παππά, 1993). Οι όροι ανήλικος παραβάτης του Ποινικού Δικαίου και ανήλικος εγκληματίας, χρησιμοποιούνται ως ισοδύναμες έννοιες. Στο Ποινικό Δίκαιο ανηλίκων (άρθρο 121 ΠΚ) ως «ανήλικοι» θεωρούνται αυτοί που κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης έχουν ηλικία μεταξύ 8ου και 18ου έτους συμπληρωμένο ενώ ονομάζονται μετέφηβοι ή άτομα μετεφηβικής ηλικίας (άρθρο 133 ΠΚ) όσοι έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους αλλά όχι και το 21ο έτος.
Είναι γεγονός ότι ο όρος «ανήλικος παραβάτης» είναι μόνο ένας νομικός όρος και όχι μια κλινική διάγνωση (Herbert, 1997). Η ψυχολογία ως επιστήμη στην προσπάθειά της να εξηγήσει την παραβατικότητα, χρησιμοποιεί τον όρο επιθετικότητα, αναφέροντας ότι η επιθετική συμπεριφορά είναι η βάση, η πηγή της εγκληματικής συμπεριφοράς ενός ανηλίκου. Η ψυχική διεργασία για τη μετάβαση στην αντικοινωνική συμπεριφορά ξεκινά από τις πρώτες συναισθηματικές στερήσεις. Η αποτυχία της οιδιπόδειας φάσης καταλήγει στην ανικανότητα διατήρησης μιας σταθερής σχέσης με τους άλλους και στην απουσία ενός προσωποιημένου Υπερεγώ με αποτέλεσμα αυτές οι μεταβολές να τον οδηγήσουν στην υιοθέτηση αντικοινωνικής συμπεριφοράς χωρίς άγχος και χωρίς ενοχές (Γεωργούλας, 2000).
Από εννοιολογική άποψη ο ανήλικος είναι μια ύπαρξη ξεχωριστή μοναδική, με τις δικές του ευαισθησίες, αξίες, αρχές, στάσεις, τους δικούς του κανόνες, κώδικες και τις δικές του ιδιαίτερες αντιδράσεις στα εξωτερικά ερεθίσματα της κοινωνίας και του ευρύτερου περιβάλλοντος. Έχει δική του προσωπική ταυτότητα και το αίσθημα συνέχειας στον κόσμο των ενηλίκων (Δημητρόπουλος & Παππά, 1993). Εφόσον, όμως, ο ανήλικος έχει αδιαμόρφωτη και ανολοκλήρωτη προσωπικότητα και δεδομένου του γεγονότος πως «αντιγράφει» και μιμείται συμπεριφορές μεγαλώνοντας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως την μεγαλύτερη ευθύνη της παραβατικής του συμπεριφοράς τη φέρει ο κοινωνικός του περίγυρος και συγκεκριμένα το περιβάλλον στο οποίο διαβιώνει.