Μία από τις πιο πρωτότυπες και εξίσου σημαντικές εξηγήσεις για τους λόγους που οι ενήλικες αναπτύσσουμε ψυχικά προβλήματα εδράζεται στα παιδικά μας χρόνια και στο ότι δεν μας επιτράπηκε να είμαστε ο εαυτός μας, δηλαδή να είμαστε δύσκολα, επιθετικά, απαιτητικά και απεριόριστα εγωιστικά ως παιδιά.
Σε μια σειρά δημοσιεύσεων που γράφτηκαν τη δεκαετία του ’60 και βασισμένος σε παρατηρήσεις των ενήλικων ασθενών, αλλά και των βρεφών, ο Winnicott ανέπτυξε την ιδέα ότι η υγιής ανάπτυξη προϋποθέτει από εμάς να βιώσουμε την απολαυστική πολυτέλεια μιας περιόδου κατά την οποία δεν νοιαζόμαστε καθόλου για τα συναισθήματα και τις απόψεις εκείνων που μας φροντίζουν.
Μπορούμε με απόλυτη έλλειψη ενοχών να είμαστε ο Αληθής Εαυτός μας, επειδή όσοι βρίσκονται γύρω μας προσαρμόζονται εκείνοι εξ ολοκλήρου στις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες, όσο άβολες και κουραστικές κι αν είναι αυτές.
Ο αληθής εαυτός του βρέφους, σύμφωνα με τη θεωρία του Winnicott, είναι εκ φύσης αντικοινωνικός και ανήθικος. Δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των άλλων, ακόμα δεν κοινωνικοποιείται. Κλαίει όταν το χρειάζεται – ακόμα κι αν είναι στη μέση της νύχτας ή σε ένα γεμάτο τρένο. Μπορεί να γίνει επιθετικό, να δαγκώσει, θέλει να εκφράζεται ασχέτως συνθηκών.
Μπορεί αυτό το μωρό να είναι πράγματι χαριτωμένο. Για τον Winnicott, ένας υγιής άνθρωπος έχει απολαύσει αυτό το συναισθηματικό προνόμιο.
Ο Αληθής Εαυτός ενός νηπίου, σύμφωνα με τον Winnicott (1965), είναι από τη φύση του χωρίς αρχές και ηθικά «πρέπει». Δεν κατανοεί πώς διαμορφώνονται τα συναισθήματα των άλλων, ούτε και οι αντιδράσεις τους. Αντίθετα, κάνει ιδιαιτέρως εμφανή κάθε του δυσαρέσκεια και ανάγκη ασχέτως ώρας και τοποθεσίας - ένα μωρό μπορεί να κλάψει ανά πάσα στιγμή που θα χρειαστεί να περάσει το μήνυμα του τι χρειάζεται. Ένα άτομο για να αισθάνεται αληθινός και αυθεντικός ως ενήλικας, πρώτα θα πρέπει να έχει τη συναισθηματική ευκαιρία να υπάρξει αληθινός ως βρέφος. Οι ανάγκες του να μην έχουν καταπιεστεί, ούτε να έχει τιμωρηθεί επειδή έκλαψε, διαμαρτυρήθηκε ή παρέβη (χωρίς να το γνωρίζει) τις αποδεκτές νόρμες των μεγάλων. Μα πάνω απ όλα, σύμφωνα με τον ίδιο τον Winnicott (1965), είναι σημαντικό ο Αληθής Εαυτός του βρέφους όταν εκφράζεται να παρατηρεί τη στάση του γονιού. Για παράδειγμα, το βρέφος μπορεί να κλαίει πάρα πολύ και για πολλή ώρα συχνά με το παραμικρό. Όταν το βρέφος παρατηρήσει πως μεν οι γονείς τού επιτρέπουν να κλάψει αλλά δεν ικανοποιούν συνεχώς κάθε του απαίτηση, συνειδητοποιεί πως δεν έχει την «παντοδυναμία», του επιτρέπεται να εκφράζει αυτό που θέλει χωρίς όμως αυτό να είναι πάντα κάτι που οι άλλοι πραγματοποιούν ή έχουν ως άμεσο στόχο ζωής.
Σταδιακά, αν τα πράγματα εξελιχθούν καλά, το παιδί αναπτύσσει έναν Ψευδή Εαυτό, μια ικανότητα να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εξωτερικής πραγματικότητας. Αυτό επιτρέπει στο παιδί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του σχολείου, και καθώς μεγαλώνει ως ενήλικας, και στην εργασιακή ζωή.
Όταν μας έχει δοθεί η ευκαιρία να είμαστε ο αληθής εαυτός μας, δεν έχουμε ανάγκη να επαναστατήσουμε και να εμμείνουμε εγωιστικά στις ανάγκες μας. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τους κανόνες, επειδή κάποια στιγμή είχαμε την ευκαιρία να τους αγνοήσουμε. Με άλλα λόγια, ο Winnicott δεν ήταν εχθρός του ψευδούς Εαυτού, καταλάβαινε καλά το ρόλο του, απλά επέμενε ότι ανήκε στη σφαίρα της ψυχικής υγείας μόνο όταν είχε προηγηθεί η ανέμελη περίοδος του Αληθούς Εαυτού.
Δυστυχώς, πολλοί από εμάς δεν απήλαυσαν ένα τόσο ιδανικό ξεκίνημα. Ίσως η μητέρα ήταν καταθλιπτική ή ο πατέρας συχνά οργισμένος, μπορεί να υπήρχε ένας αδελφός ή μία αδελφή που να βρισκόταν σε κρίση και να χρειαζόταν την πλήρη προσοχή των γονέων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι κάποιοι μάθαμε να συμβιβαζόμαστε πολύ νωρίς, και υπακούσαμε εις βάρος της ικανότητάς μας να νιώσουμε αυθεντικοί. Στις σχέσεις, μπορεί τώρα να είμαστε ευγενικοί και «προγραμματισμένοι» να ευχαριστούμε τις ανάγκες των συντρόφων μας, αλλά χωρίς να μπορούμε αληθινά να αγαπήσουμε. Στην εργασία, μπορεί να λαμβάνουμε όλες τις ευθύνες, αλλά να στερούμαστε δημιουργικότητας και πρωτοτυπίας.
Δεν είμαστε ικανοί να χαρούμε για τις επιτυχίες μας, ούτε να νιώσουμε ότι μας εκτιμούν, ακόμα κι αν οι άλλοι βλέπουν την αξία μας. Κι αυτό γιατί νιώθουμε ότι είναι ο ψευδής εαυτός μας (δηλαδή ο φαινότυπος) που τα έχει καταφέρει, και αυτός ο εαυτός δεν αξίζει την εκτίμηση κανενός. Αυτό δημιουργεί μια τεράστια εσωτερική σύγκρουση. Ο αληθής εαυτός (δηλαδή ο πυρήνας) είναι παγιδευμένος σε ένα συναίσθημα απόγνωσης που ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει.
Ο Winnicott (1965) ανέφερε πως για να αναπτύξουμε υγιή ψυχολογικό εαυτό χρειάζεται να περάσουμε από μία περίοδο όπου οι απόψεις μας δεν θα συμβαδίζουν απαραίτητα με αυτές των βασικών μας φροντιστών (γονείς, συγγενείς). Για τον ίδιο, όσο είμαστε στην παιδική ηλικία μπορεί να αναγκαζόμαστε να φερόμαστε με έναν αποδεκτό τρόπο για τους φροντιστές μας, «πνίγοντας» τις δικές μας παρορμήσεις και συμπεριφορές. Εισπράξαμε σε γενικές γραμμές το μήνυμα, πως για να είμαστε αποδεκτοί και άξιοι να βιώσουμε αγάπη, έπρεπε να συμβιβαστούμε, να μην εκφράσουμε όλες μας τις πλευρές παρά μόνο αυτές που θεωρούνταν αποδεκτές. Έτσι, χρόνια αργότερα ως ενήλικες, χωρίς να έχουμε συνειδητή αναγνώριση όλης αυτής της διαδικασίας, νιώθουμε ότι δεν είμαστε απολύτως πλήρεις και παρόντες σε ό,τι κάνουμε και βιώνουμε.
Στην πορεία, ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί κι έναν Ψευδή Εαυτό. Είναι εκείνος που καταλαβαίνει πως δεν χρειάζεται πάντα η επανάσταση και η αντίδραση, και πως σε κάποιες καταστάσεις επιβάλλεται η κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά πάνω από τις προσωπικές αντιδράσεις.
Ο Ψευδής Εαυτός μπορεί να εμφανίζεται σε επαγγελματικές στιγμές, όπου θα θέλαμε να εκφράσουμε ανοιχτά την όποια μας διαφωνία, ή σε μία κοινωνική κατάσταση που υπάρχουν συγκεκριμένοι ηθικοί κανόνες. Γενικότερα, ο Winniccott (1965) δεν θεωρούσε τον Ψευδή Εαυτό ως κάτι τελείως αρνητικό, αντιθέτως καταλάβαινε πολύ καλά τη λειτουργία και το λόγο ύπαρξης του. Ωστόσο επέμενε πως για να υπάρξει θετική αφομοίωση του έπρεπε πρώτα κάποιος να βιώσει τον Αληθή Εαυτό ολοκληρωτικά από τα νηπιακά χρόνια.
Δυστυχώς αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, καθώς μπορεί οι βασικοί φροντιστές να αναγκάσουν το βρέφος να συμβιβαστεί πολύ νωρίς με συγκεκριμένες συμπεριφορές. Ίσως να μην του επέτρεπαν να κλάψει όταν το επιθυμούσε ή να το ανάγκαζαν να υιοθετήσει και να καλλιεργήσει ψυχολογικά χαρακτηριστικά που οι ίδιοι θεωρούσαν αποδεκτά. Μεταγενέστερα, ως ενήλικας ενδέχεται να φροντίζει ολοκληρωτικά τις ανάγκες του συντρόφου του απλώς και μόνο για να μην τον χάσει, να νιώθει εύκολα τύψεις, και να είναι υπάκουος και συνεργάσιμος, ωστόσο να μην είναι δημιουργικός.
Το μάθημα που μας έδωσαν τελικά οι μελέτες του Winnicott (1965) πάνω στις συνεδρίες του, είναι πως χρειάζεται αρχικά να περάσουμε από στάδια απόλυτης ελευθερίας, να έχουμε άπλετο χώρο να εκφράσουμε τις ανάγκες μας, προτού μπορέσουμε να βρούμε τα όρια τα δικά μας και των άλλων. Χρειάζεται να δούμε το απέραντο πριν μπορέσουμε να εστιάσουμε στο συγκεκριμένο την κατάλληλη χρονική στιγμή. Μόνο όταν βιώσουμε την εσωτερική μας αλήθεια ολοκληρωτικά θα δούμε πότε μπορούμε να βάζουμε όρια σε αυτή για να κρατάμε ισορροπίες με εμάς αλλά και με τους ανθρώπους γύρω μας.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ψυχοθεραπεία μας προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία. Στα χέρια ενός καλού ψυχοθεραπευτή, μπορούμε να παλινδρομήσουμε σε εκείνο τον καιρό που μπορούσαμε να είμαστε ο Αληθής Εαυτός, στη στιγμή εκείνη που χρειαζόμασταν τόσο πολύ να ακουστούν οι ανάγκες μας. Ο Winnicott μας έδειξε ότι χρειάζεται να έρθουμε σε επαφή με τον αληθή εαυτό μας, να αφήσουμε σε εκείνον να μας υπενθυμίσει τι ήμασταν και τι είμαστε μέσα μας.
Ως ενήλικες αναρωτιόμαστε ποιοι πραγματικά είμαστε, ποιά κομμάτια μας είναι αυθεντικά και που βρίσκονται τα όρια μας κάθε φορά. Στεκόμαστε με δέος μπροστά στην δύναμη των σκέψεων μας, πολλές φορές νιώθοντας πως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη ροή και την κατεύθυνση που αυτές παίρνουν μέσα στο μυαλό μας. Εν τέλει, ίσως σε κάποιες στιγμές να βιώνουμε μία ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε και σε αυτό που πραγματικά λέμε, θολώνοντας έτσι την αντίληψη μας για τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά μας.