Η κατανόηση της γυναικείας εγκληματικότητας δεν θα μπορούσε να είναι επαρκής χωρίς τη σύγχρονη θεώρηση της γυναικείας θυματοποίησης. Μέχρι τη δεκαετία του 70 του περασμένου αιώνα, εγκλήματα όπως ο βιασμός, η άσκηση σωματικής βίας από το σύζυγο, η ενδο-οικογενειακή βία γενικότερα δεν ξεπερνούσαν τα ερμητικά κλειστά όρια της οικογένειας και, επομένως, σχεδόν ποτέ δεν γίνονταν γνωστά. Ιστορικά, η προσπάθεια του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης για να
αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα ήταν δυσανάλογα μικρότερη από το πρόβλημα. Επειδή αυτά τα εγκλήματα διαπράττονται συνήθως από άτομα γνωστά στο θύμα, δεν ξεπερνούν τη σφαίρα του ιδιωτικού χώρου και δεν «ταιριάζουν» στην παραδοσιακή εικόνα του εγκλήματος όπου ο δράστης και θύμα δεν γνωρίζονται.
Σύμφωνα με την αναφορά του επιτροπής Human Rights Watch (2001, World Report) το 2000 μια στις τρεις γυναίκες σε όλο τον κόσμο υπήρξε θύμα φυσικής κακοποίησης και κυρίως από κάποιον γνωστό όπως ο σύζυγος ή ένας άλλος άνδρας μέλος της οικογένειας. Σύμφωνα πάντα με αυτήν την αναφορά, ή πρόκειται για το Περού, την Ιορδανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Νότια Αφρική ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, οι περισσότεροι από τους άνδρες που κτυπούν ή βιάζουν γυναίκες που μένουν μαζί ή είναι υπό την επιτήρησή τους, ή σκοτώνουν γυναίκες μέλη της οικογένειας για να επανορθώσουν την «χαμένη τιμή της οικογένειας» ή κακοποιούν σεξουαλικά μαθήτριες μένουν ατιμώρητοι από τον νόμο. Στο Πακιστάν, τουλάχιστον δυο γυναίκες καίγονται κάθε μέρα σε επεισόδια ενδο-οικογενειακής βίας. Η βουλή της Ιορδανίας σε συντριπτικό ποσοστό αρνήθηκε να άρει το άρθρο 340 του ποινικού κώδικα που προβλέπει το ελάχιστο της ποινής για άνδρες που σκοτώνουν γυναίκες μέλη της οικογένειάς τους για «λόγους τιμής» με τη δικαιολογία ότι προστατεύουν έτσι τις παραδόσεις της Ιορδανίας από «δυτικές» επιδράσεις. Στη Ρωσία, το 1999, τέσσερα εκατομμύρια άνδρες κακοποίησαν γυναίκες μέλη της οικογένειάς τους. Στο Περού, εννέα στις δέκα γυναίκες το 1999 έγιναν θύματα κακοποίησης από άνδρες με τους οποίους είχαν προσωπικές σχέσεις. Στη Νότια Αφρική το 2000 νεαρές γυναίκες έγιναν θύματα όχι μόνο στο σπίτι αλλά και στο σχολείο. Πάντα σύμφωνα με την επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, άνδρες μαθητές και δάσκαλοι καθημερινά κακοποιούν μαθήτριες χωρίς καμία αρνητική για αυτούς συνέπεια, κυρίως γιατί δεν υπάρχουν μηχανισμοί στήριξης και προστασίας στους οποίους θα μπορούσαν να προσφύγουν αυτές οι γυναίκες. Σε έρευνα χρηματοδοτούμενη από την κεντρική κυβέρνηση στη Καλιφόρνια και στο Τέξας των ΗΠΑ, οι κρατούμενες σε ποσοστό 18% ομολόγησαν ότι υφίστανται σεξουαλική κακοποίηση από τους φύλακες. Σε άλλη έρευνα, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έδειξε ότι στη Καλιφόρνια κρατούμενες που βιάζονταν από τους φύλακες δεν το ανέφεραν σε κανέναν από το φόβο της εκδίκησης των βιαστών. Στο Michigan, με νόμο από το Μάρτιο του 2000 οι κρατούμενοι εξαιρούνται από την προστασία του πολιτικού δικαιώματος που προστατεύει από τη διάκριση του πολίτη λόγω φυλής ή φύλου. Στην ουσία αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες κρατούμενες δεν μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οικογενειακή βία κατά των γυναικών υπάρχει σε όλα τα κράτη και διαπερνά τις κοινωνικές τάξεις. Συγκεκριμένα, μια στις πέντε γυναίκες έχει υπάρξει θύμα βίας από το σύντροφό της. Το 25% των εγκλημάτων βίας αφορούν κακοποίηση από σύζυγο ή σύντροφο. Κάθε χρόνο χιλιάδες γυναίκες και παιδιά εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, επειδή γίνονται θύματα κακοποίησης.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
Τις τελευταίες δεκαετίες και με τη βοήθεια της ανάπτυξης και ενδυνάμωσης κινημάτων για ανθρώπινα δικαιώματα, προστασία μειονοτήτων και του φεμινιστικού κινήματος παρατηρούμε δραστικές αλλαγές στον τομέα της θυματοποίησης γενικότερα και της θυματοποίησης των γυναικών ειδικότερα. Η έννοια του εγκλήματος έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο πολίτης έχει διευρυνθεί και περιλαμβάνει συμπεριφορές σαν αυτές που ήδη αναφέραμε. Επομένως, υπάρχει μια διαφοροποίηση της στάσης του κόσμου απέναντι σε τέτοια εγκλήματα. Υπάρχει επίσης διαφοροποίηση της στάσης όλων των μηχανισμών του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης από την αστυνομία μέχρι τα δικαστήρια.
Βασικός παράγοντας θυματοποίησης των γυναικών μέσα στην οικογένεια τους είναι η επίδραση που έχουν τα πατριαρχικά κατάλοιπα στη δυναμική των στενών προσωπικών σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τα εγκλήματα βίας κατά των γυναικών από μέλη της οικογένειάς τους αντανακλούν το κοινωνικό κατασκεύασμα του φύλου μέσα στα πατριαρχικά πλαίσια όπου η ανδρική εξουσία και ο έλεγχος επί των γυναικών είναι δεδομένος. Αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης της γυναικείας θυματοποίησης είναι η θεώρηση του άνδρα δράστη όχι σαν μια ψυχολογικά διαταραγμένη και βίαια προσωπικότητα αλλά σαν μια προσωπικότητα διαμορφωμένη από τα πρότυπα του κοινωνικά κατασκευασμένου φύλου (Goodstein, 2000)
Πέραν από την οικογένεια, ένας άλλος χώρος που η γυναίκα γίνεται θύμα εγκληματικής δράσης είναι ο χώρος των επιχειρήσεων. Είτε σαν εργαζόμενη, είτε σαν καταναλώτρια προϊόντων που παράγονται, κατά κύριο λόγο, για να καταναλωθούν από αυτή. Για τη γυναίκα εργαζόμενη η οποία παρενοχλείται σεξουαλικά ή υφίσταται σωματική ή ψυχολογική βία, το πλέγμα των σχέσεων του εξουσιαστικού άνδρα εργοδότη και της ίδιας μέσα και πάλι στα πλαίσια της πατριαρχίας είναι καθοριστικό για αυτή τη μορφή θυματοποίησης. Όμως, τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά και
όλο και περισσότερες γυναίκες πέφτουν θύματα εταιρειών που τους πωλούν προϊόντα που είτε βλάπτουν την υγεία τους –σιλικόνη για «αισθητικούς» λόγους, χάπια αδυνατίσματος, επικίνδυνες «αισθητικές» χειρουργικές επεμβάσεις – είτε τις παραπλανούν – αδυνάτισμα σε μια εβδομάδα, τέλεια και μόνιμη αποτρίχωση σε μια εφαρμογή. Και αυτό το είδος της θυματοποίησης ανάγεται στα πατριαρχικά κοινωνικοπολιτισμικά κατάλοιπα όπου η γυναίκα πρέπει σαν αντικείμενο σεξουαλικού πόθου και να αρέσει με κάθε θυσία.
Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Οι μελέτες για το βιασμό έχουν δείξει ότι ο βιασμός συνδέεται με τη γενικότερη θέση της γυναίκας στη κοινωνία. Οι γυναίκες στη κατώτερη κοινωνική θέση έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα βιασμού. Οι έρευνες θυματοποίησης έχουν δείξει ότι οι χωρισμένες γυναίκες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πέσουν θύματα βιασμού από αυτές που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ, ενώ οι παντρεμένες πολύ λιγότερες πιθανότητες από τις άλλες δυο ομάδες. Οι άνεργες γυναίκες και αυτές δεν ζουν με την οικογένειά τους έχουν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να βιασθούν από ότι οι γυναίκες- σύζυγοι. Τα ποσοστά βιασμών είναι πολύ υψηλότερα για τις γυναίκες αρχηγούς μονογονεϊκών οικογενειών καθώς και για όλες τις γυναίκες με εισόδημα κάτω των 10.000 $ το χρόνο (Bowker, 1981).
Τα στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διερεύνηση των αιτίων για το βιασμό μάλλον δεν θα πρέπει να στρέφεται προς τα χαρακτηριστικά του άνδρα-βιαστή, αλλά της γυναίκας-θύματος και πιο συγκεκριμένα στα κοινωνικά της χαρακτηριστικά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ευθύνεται η γυναίκα για τη θυματοποίησή της, αλλά το αντίθετο. Οι εξήγηση του βιασμού μάλλον βρίσκεται στην πολιτική και οικονομική θέση της γυναίκας στη κοινωνία.
Η προσπάθεια προσέγγισης αυτού του φαινομένου μπορεί να συνοψισθεί σε τέσσερις κατηγορίες: την ψυχολογική προσέγγιση, την υποκουλτούρα της βίας, την κοινωνικοποίηση του φύλου και την κοινωνικοπολιτική θέση της γυναίκας.
Η ψυχολογική προσέγγιση μελετάει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του βιαστή και την ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη σαν αιτίες της πράξης του βιασμού. Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες δεν έχουν δείξει ότι οι άνδρες βιαστές έχουν, σταθερά, χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από τους λοιπούς άνδρες (Albin, 1977). Πέραν αυτού, το ποσοστό των βιαστών που συλλαμβάνεται είναι τόσο μικρό που το δείγμα πιθανότατα δεν είναι αντιπροσωπευτικό και επομένως ακατάλληλο για την διεξαγωγή συμπερασμάτων για τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των βιαστών. Η βιολογική προσέγγιση παρουσιάζει τους βιαστές σαν «ανώμαλους» και υποτιμά τη συμβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Η θεωρία της υποκουλτούρας της βίας υποστηρίζει ότι η εξήγηση του βιασμού βρίσκεται στο κοινωνικό περιβάλλον. Η Brownmiller (1975) στο βιβλίο της Against Our Will, υποστηρίζει ότι η βία είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο του τρόπου ζωής της εργατικής τάξης και των μειονοτήτων. Η ανδρική βία είναι δεδομένη και σχετίζεται με τη φτώχεια και τα έντονα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο βιασμός είναι μια έκφραση αυτής της βίας η οποία περνάει σαν πολιτισμικό στοιχείο από τη μια γενιά στην άλλη.
Η τρίτη προσέγγιση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των φύλων και, σαν αποτέλεσμα αυτού, στη μάθηση διαφορετικών ρόλων των φύλων. Σύμφωνα με αυτή τη προσέγγιση, τα αίτια του βιασμού βρίσκονται στη κυρίαρχη κουλτούρα, στην έμφασή της στον ανδρισμό σαν μια εμπεδωμένη μορφή επιθετικότητας και κυριαρχίας. (Griffin, 1971). Σε αντίθεση με τη ψυχολογική θεώρηση και τη θεωρία της υποκουλτούρας της βίας, που βλέπουν τον βιασμό σαν μια παρεκτροπή από τη κυρίαρχη τάση και κουλτούρα, αυτή η προσέγγιση βλέπει το βιασμό σαν μια υπερβολή των παραδοσιακών ρόλων των φύλων.
Η τέταρτη προσέγγιση θεωρεί ότι η εξήγηση του βιασμού βρίσκεται στη πολιτικο-οικονομική θέση της γυναίκας στις πατριαρχικές και καπιταλιστικές κοινωνίες. Σε αυτές τις κοινωνίες οι γυναίκες θεωρούνται κτήμα των ανδρών. Στη σύγχρονη κοινωνία, οι γυναίκες δεν ορίζονται μεν σαν κτήμα των ανδρών, αλλά η χρήση τους σαν σεξουαλικά αντικείμενα υποβιβάζει τη σεξουαλικότητα σε εμπορευματοποιημένο αγαθό. Το ότι η γυναίκα γίνεται «αντικείμενο» σημαίνει ότι χάνει την ανθρώπινη υπόσταση και αξία της με συνέπεια να γίνεται και ευκολότερα αντικείμενο βίας και βιασμού. Οι γυναίκες με τη «λιγότερη αξία» σε μια κοινωνία γίνονται πιο συχνά θύματα βιασμού (Friedl, 1975).
ΟΡΓΑΝΩΝΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΩΣ ΘΥΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ
Η εμπορία ανθρώπων είναι το τρίτο πιο κερδοφόρο έγκλημα μετά από το εμπόριο ναρκωτικών και το παράνομο εμπόριο όπλων. Τα περισσότερα θύματα είναι παιδιά και γυναίκες. Αυτή η μορφή εγκλήματος συνδέεται άμεσα με το οργανωμένο διεθνές έγκλημα και έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Η εμπορία ανθρώπων η οποία γίνεται κυρίως μέσα από την δήθεν διευκόλυνση των υποψήφιων θυμάτων για παράνομη μετανάστευση έχει σαν στόχο α) τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών, β) τη παιδική πορνογραφία, γ) την εργασιακή εκμετάλλευση και δουλεμπορία, δ) την αφαίρεση και εμπορία ανθρωπίνων οργάνων και ιστών, ε) την εμπορία μωρών για παράνομες υιοθεσίες και στ) τη στρατολόγηση για συμμετοχή σε άλλα εγκλήματα. Σύμφωνα με τη UNICEF κάθε χρόνο πάνω από 700.000 γυναίκες σε όλο το κόσμο και πάνω από 1.000.000 παιδιά γίνονται αντικείμενα εμπορίας με σκοπό την προώθησή τους στην πορνεία.
Στην Ευρώπη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αστυνομίας, η μεγαλύτερη διακίνηση με σκοπό τη πορνεία γίνεται από τις Βαλκανικές, Κεντρικές και Ανατολικές χώρες, ενώ η μεγαλύτερη διακίνηση με σκοπό την εκμετάλλευση εργασίας γίνεται από την Ασία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της UNICEF, η μεγαλύτερη διακίνηση γίνεται από την Ασία προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Επίσης εκτιμά η UNICEF ότι για κάθε θύμα εμπορίας ο δράστης κερδίζει κατά μέσον όρο 30.000 δολάρια ΗΠΑ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Πρόληψη του Εγκλήματος (Commission on Crime Prevention), Κέντρο για τη Διεθνή Πρόληψη του Εγκλήματος (Centre for International Crime Prevention) καθώς και το Δίκτυο για την Πρόληψη του Εγκλήματος (European Union Crime Prevention Network) είναι μερικοί από τους φορείς μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουν θέσει σε άμεση προτεραιότητα την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων καθώς και την παροχή βοήθειας στα θύματα αυτού του εγκλήματος.
Η φεμινιστική αντίληψη για το έγκλημα και την έμφυλη διάκριση είναι διαφορετική από την αντίληψη της «καθιερωμένης» εγκληματολογίας η οποία ασχολείται με το «ποιος» και «γιατί» διέπραξε το έγκλημα. Η φεμινιστική αντίληψη τοποθετεί το έγκλημα μέρα σε ένα ολιστικό πλαίσιο κοινωνικής εξουσίας, σχέσεων φύλων και οικονομικής διαστρωμάτωσης. Επίσης βλέπει τη γυναικεία εγκληματικότητα να συνδέεται στενά με τη γυναικεία θυματοποίηση.
Από τις πιο σημαντικές έρευνες πάνω στη διερεύνηση της πολύπλοκης σχέσης μεταξύ θυματοποίησης και εγκληματικότητας είναι αυτή της Meda Chesney-Lind (2000) που αφορά κορίτσια στην ηλικία της εφηβείας και την εμπλοκή τους με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η έρευνα της Chesney-Lind έδειξε ότι τα κορίτσια έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα από τα αγόρια να πέσουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στην οικογένεια. Αυτό αντανακλά την πατριαρχική αντίληψη των ανδρών για τη γυναίκα σαν σεξουαλικό αντικείμενο πάνω στο οποίο έχουν εξουσία. Η μελέτη της Chesney-Lind δείχνει το ρόλο της σεξουαλικής θυματοποίησης των κοριτσιών στη μετέπειτα παραβατική συμπεριφορά, στο βαθμό που ένα πολύ μεγάλο ποσοστό φυλακισμένων κοριτσιών και γυναικών δηλώνει προηγούμενη φυσική και σεξουαλική κακοποίηση.
Παράλληλα η Linda Sanchez (2000) μελετώντας την πορνεία βλέπει ένα φαύλο κύκλο μεταξύ θυματοποίησης και παραβατικής συμπεριφοράς της πόρνης. Οι γυναίκες που εμπλέκονται στη πορνεία εγκαταλείπουν τα σπίτια τους για να ξεφύγουν από την κακοποίηση. Καταφεύγουν στην πορνεία για να επιβιώσουν και μέσα σε αυτή τη διαδικασία θυματοποιούνται πάλι. Για τις γυναίκες πόρνες η φυσική και ψυχολογική βία και ο εξευτελισμός γίνεται μέρος της καθημερινότητας τους και το αποδέχονται σαν επαγγελματικό επακόλουθο. Επιπλέον, με δεδομένο το στίγμα που κουβαλούν, δεν μπορούν εύκολα να καταφύγουν στη ποινική δικαιοσύνη διότι, θεωρούνται από πολλούς ότι λόγω του επαγγέλματός τους, έχουν απεμπολήσει τα ατομικά τους δικαιώματα.
Σε μια σύγχρονη θεώρηση της σχέσης θυματοποίησης-εγκληματικότητας η Kath Ferraro (2000) περιγράφει πως η θυματοποίηση της γυναίκας μέσα στην οικογένεια γίνεται αιτία να καταφεύγει στο φόνο. Σύμφωνα με τη Ferraro, οι άνδρες που ασκούν βία κατά των γυναικών θεωρούν ότι οι γυναίκες έχουν υποχρέωση να υπακούν στη θέλησή τους και ότι οποιαδήποτε παραβίαση πρέπει να τιμωρείται. Η κακοποίηση της γυναίκας αντανακλά μια στρατηγική άσκηση εξουσίας και ελέγχου πάνω στη ζωή ενός άλλου ατόμου. Αυτή ή άσκηση εξουσίας και ελέγχου παρατηρείται συχνότατα στο ψυχολογικό συναισθηματικό επίπεδο και λιγότερο συχνά στο φυσικό επίπεδο.
Στο ίδιο πλαίσιο του φαύλου κύκλου της γυναικείας θυματοποίησης και εγκληματικότητας κινείται και η Susan Οsthoff (2000) σύμφωνα με την οποία οι περιπτώσεις γυναικών που μελέτησε για πολλά χρόνια ήταν θύματα ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης. Επειδή η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν τις είχε δικαιώσει, αποφάσισαν και πήραν το νόμο στα χέρια τους. Κατά την Οsthoff,
πολλές από τις κακοποιημένες γυναίκες που σκοτώνουν τους συντρόφους τους πιστεύουν ότι η ζωή τους ή η ζωή των παιδιών τους είναι σε κίνδυνο. Μια άλλη ενδιαφέρουσα μορφή αυτής της σχέσης θυματοποίησης-εγκληματικότητας είναι αυτή κατά την οποία η γυναίκα η οποία είναι θύμα κακοποίησης κατηγορείται από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ότι δεν προστάτεψε τα παιδιά της από την κακοποίηση του συντρόφου της.